ΒΕΡΓΙΝΑ: Ο ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στη νότια άκρη του μακεδονικού κάμπου, σκαρφαλωμένες στους πρόποδες των Πιερίων, βρίσκονται οι Αιγές (σύγχρονη Βεργίνα), «ο τόπος με τα πολλά κοπάδια», η πρώτη πρωτεύουσα του αρχαίου Μακεδονικού κράτους και έδρα των Τημενίδων βασιλέων. Οι Τημενίδες κυβέρνησαν από τα μέσα του 7ου έως τον 4ο αιώνα π.Χ. κι έδωσαν στην Ελλάδα δύο από τους πιο διάσημους ήρωες της, τον Φίλιππο Β' (382-336 π.Χ.) και το γιο του, τον Αλέξανδρο (356-323 π.Χ.). Τον χώρο αυτόν, επέλεξε ο βασιλιάς Περδίκκας Α' για πρωτεύουσά του. Εδώ βρισκόταν το ανάκτορο και το αρχαίο θέατρο. Με αφετηρία τις Αιγές οι επόμενοι βασιλείς, όπως γράφει ο Θουκυδίδης, επεκτείνουν την επικράτειά τους στις περιοχές της Μυγδόνιας, της Βοττιαίας και της Πιερίας, περί τα τέλη του 6ου π.Χ αιώνα. Περίπου στα τέλη του 5ου π.Χ αιώνα, η πρωτεύουσα μεταφέρεται από τον βασιλιά Αρχέλαο στην Πέλλα. Παρ’ όλα αυτά, οι Αιγές δεν έχασαν την πρώτη τους λάμψη και σπουδαιότητα. Οι Αιγές καθιερώνονται και σαν χώρος των βασιλικών τάφων κι ήταν ονομαστές στην αρχαιότητα για τον πλούτο των βασιλικών τάφων που υπήρχαν στην εκτεταμένη νεκρόπολη της πόλης. Γνωστός στους αρχαιολόγους ήδη από τον 19ο αιώνα, χάρη στη σύντομη αρχαιολογική έρευνα που έκανε στην περιοχή ο Γάλλος αρχαιολόγος Leon Heuzey, ο αρχαιολογικός χώρος της Βεργίνας έγινε παγκόσμια γνωστός μόνο μετά τα εντυπωσιακά αποτελέσματα της ανασκαφής στη Μεγάλη Τούμπα, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Μανώλη Ανδρόνικου. Η ταύτιση του χώρου με τις Αιγές, την παλιά πρωτεύουσα και τη βασιλική νεκρόπολη της δυναστείας των Τημενιδών, προσδίδει στα ευρήματα μια ιδιαίτερη σημασία, επειδή σ’ αυτά αντανακλώνται στοιχεία για την ιστορία και τον πολιτισμό των αρχαίων Μακεδόνων. Τα ευρήματα των τάφων εκτίθενται στο υπόγειο στέγαστρο που προστατεύει τα μνημεία και είναι ιδιαίτερα επιβλητικός για τον επισκέπτη, καθώς και σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.
Στη Μακεδονία υπήρχαν κατά την αρχαιότητα πολλές σημαντικές και ισχυρές πόλεις, όπως η Πέλλα, οι Αιγές, το Δίον, η Αιανή, η Αμφίπολη, η Θέρμη κ.ά. Οι πιο σπουδαίες από αυτές ήταν οι Αιγές και η Πέλλα, οι δύο πόλεις όπου είχαν την έδρα τους οι Μακεδόνες βασιλείς. Οι Αιγές ήταν η πρώτη πόλη που ίδρυσαν οι Μακεδόνες με το βασιλιά Περδίκκα Α', στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. Ο μύθος λέει, ότι σύμφωνα με ένα χρησμό του Μαντείου των Δελφών που δόθηκε στον Περδίκκα, η νέα πόλη θα έπρεπε να χτιστεί σε μέρος όπου θα υπήρχαν κοπάδια με γίδια: «...όπου θα δεις χιονόλευκες γίδες με λαμπερά κέρατα να κοιμούνται, στα χώματα εκείνης της γης, θυσίασε στους τρισμακάριστους θεούς και χτίσε το άστυ μιας πόλης» (Διόδ. 17.16.1.1). Η λέξη Αιγές ίσως να προέρχεται από τη λέξη αίγα, που σημαίνει γίδα. Αυτό το πρώτο μακεδονικό αστικό κέντρο βρίσκεται στα νότια του Αλιάκμονα, στην καρδιά της περιοχής που για τον Ηρόδοτο ήταν η κοιτίδα των Μακεδόνων. Το ποτάμι προστάτευε σαν φυσικό οχυρό την πόλη από τους κινδύνους του βορά και συγχρόνως εξασφάλιζε την άμεση επικοινωνία με τη θάλασσα που τότε βρισκόταν πολύ πιο κοντά, ενώ στο σημείο όπου βρισκόταν η πόλη, συναντιόταν ο κύριος οδικός άξονας που διέσχιζε τα Πιέρια και συνέδεε τη λεκάνη της Μακεδονίας με τη νότια Ελλάδα με τον δρόμο που, ξεκινώντας από τα λιμάνια της Πιερίας και παρακολουθώντας τις υπώρειες των βουνών, οδηγούσε στο βορά και στην ανατολή. Η αρχαία λοιπόν πόλη που υπάρχει στις βόρειες υπώρειες των Πιερίων, νότια του ποταμού Αλιάκμονα, στον πλούσιο κάμπο της Μακεδονίας, ταυτίζεται με τις Αιγές, την αρχαία πρωτεύουσα του βασιλείου της Μακεδονίας.
Ο χώρος κατοικούνταν, σύμφωνα με τις ενδείξεις, συνεχώς από την πρώιμη Εποχή του Χαλκού και η πρώτη εγκατάσταση έγινε στον κάμπο την τρίτη χιλιετία π.Χ. Στο τέλος της Εποχής του Χαλκού ο οικισμός, ακολουθώντας τη γενικότερη τάση που επέβαλαν οι νέες συνθήκες, μετακινήθηκε προς τις υπώρειες του βουνού. Όπως δείχνει το αχανές νεκροταφείο με τους εκατοντάδες τύμβους που απλώνεται σε έκταση πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων εντυπωσιάζοντας τον επισκέπτη ακόμη και σήμερα, στην πρώιμη εποχή του σιδήρου, (11ος-7ος αιώνας π.Χ.) είχε ήδη αναπτυχθεί εδώ ένα εξαιρετικά σημαντικό, πλούσιο και πολυάνθρωπο κέντρο. Κομψά γεωμετρικά αγγεία τεκμηριώνουν τις επαφές με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο, ενώ τα πλούσια, κυρίως χάλκινα κοσμήματα, προϊόντα της ιδιαίτερα ανεπτυγμένης τοπικής μεταλλοτεχνίας, που ξεχωρίζουν όχι μόνον για τον πλούτο, αλλά και για την ποιότητά τους, υπογραμμίζουν τον κεντρικό ρόλο και τη σημασία του συγκεκριμένου χώρου από τα πρώιμα αυτά χρόνια. Οικισμοί και νεκροταφεία διάσπαρτα στον κάμπο και κυρίως στους λόφους επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση αυτή και μαρτυρούν την πυκνή κατοίκηση και χρήση της περιοχής, που θα συνεχιστεί και στους αμέσως επόμενους αιώνες.
Η εποχή όμως της μεγάλης ακμής και του πλούτου της πόλης ήταν τα αρχαϊκά (7ος-6ος αιώνας π.Χ.) και τα κλασικά χρόνια (5ος-4ος αιώνας π.Χ.), οπότε αποτελούσε το πιο σημαντικό αστικό κέντρο της περιοχής, έδρα των Μακεδόνων βασιλέων, πρωτεύουσα ενός από τα πιο ισχυρά κράτη της περιοχής και τόπο όπου συγκεντρώνονταν τα πιο σημαντικά πατροπαράδοτα τεμένη. Στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. ο Περδίκκας Α', απόγονος του μυθικού βασιλιά του Άργους Τήμενου (θεωρείται απόγονος του Ηρακλή), καταφέρνει να αναρριχηθεί στον μακεδονικό θρόνο. Με τους Τημενίδες στην εξουσία οι Μακεδόνες θα επεκτείνουν την κυριαρχία τους και θα γίνουν κύριοι της πλούσιας χώρας που θα πάρει από αυτούς το όνομά της. Οι Αιγές, η έδρα των βασιλέων, η πόλη που η μοίρα της συνδέεται άρρηκτα με την τύχη της δυναστείας, όντας το κέντρο ενός από τα πιο ισχυρά κράτη της περιοχής, γνωρίζουν τον 6ο και τον 5ο αιώνα π.Χ. περίοδο μεγάλης ακμής και πλούτου που ανιχνεύεται κυρίως μέσα από τα εντυπωσιακά ευρήματα της νεκρόπολης. Την εποχή αυτή, οι Αιγές είναι πραγματικά η πρώτη πόλη της Μακεδονίας, αφού εδώ χτυπά η καρδιά της εξουσίας, και η ζωή αγγίζει πρωτοφανή επίπεδα εκζήτησης και πολυτέλειας.
Για τις ανάγκες του στρατού, για το ανάκτορο και τα νοικοκυριά των εκλεκτών, για τις κυρίες της αυλής οι ντόπιοι μεταλλουργοί και χρυσοχόοι παράγουν όπλα, πολύτιμα μετάλλινα σκεύη και κοσμήματα που συχνά είναι μικρά κομψοτεχνήματα, ενώ έμποροι και προϊόντα φτάνουν απ’ όλες τις γωνίες του κόσμου. Στα χρόνια του βασιλιά Αρχέλαου (413-399 π.Χ.), η αυλή των Αιγών θα γίνει κέντρο παραγωγής πολιτισμού, αφού θα την λαμπρύνουν με την παρουσία τους μερικοί από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες και διανοητές της εποχής, ανάμεσά τους ο μεγάλος ζωγράφος Ζεύξις, οι ποιητές Χοιρίλος, Τιμόθεος και Αγάθων και ο ίδιος ο Ευριπίδης, που θα γράψει και θα παρουσιάσει εδώ τις τελευταίες τραγωδίες του. Την ίδια περίοδο, οι γενικότερες πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις θα οδηγήσουν στην μετατόπιση του διοικητικού κέντρου στην Πέλλα, που τότε ήταν ένας ασήμαντος παραθαλάσσιος οικισμός. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Πέλλα, από τον Αρχέλαο στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., η πόλη των Αιγών δεν έχασε τη σημασία της, αλλά παραμένει το πατροπαράδοτο κέντρο των Μακεδόνων, η πόλη όπου τελούνται οι κρίσιμες ιεροτελεστίες και γιορτάζονται οι μεγάλες γιορτές και ο τόπος όπου θάβονται οι βασιλιάδες.
Στα χρόνια του Φίλιππου Β' (359-336 π.Χ.) η παλιά πρωτεύουσα γνωρίζει και πάλι μεγάλη ακμή που ανιχνεύεται παντού και συνοδεύεται από έντονη οικοδομική δραστηριότητα, που συνεχίζεται και ολοκληρώνεται πριν από το τέλος του αιώνα. Το καλοκαίρι του 336 π.Χ., ο Φίλιππος γιορτάζει τους γάμους της κόρης του Κλεοπάτρας. Άοπλος, λευκοντυμένος, μ’ ένα στεφάνι στο κεφάλι εισέρχεται στο θέατρο των Αιγών, όπου δολοφονείται. Χτυπημένος από μαχαίρι πέφτει νεκρός μπροστά στα μάτια των θεατών βάφοντας με το αίμα του το χώμα της ορχήστρας. Μάρτυρας στη σκηνή και τιμωρός του δολοφόνου και των συνεργατών του, ήταν ο γιος του και διάδοχος του μακεδονικού θρόνου, ο νεαρός Αλέξανδρος. Ο στρατός, από την επόμενη κιόλας στιγμή, ανακηρύσσει τον εικοσάχρονο Αλέξανδρο βασιλιά της Μακεδονίας και από εδώ ξεκινάει την πορεία του που άλλαξε την ιστορία και τον οδήγησε στο θρύλο.
Μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου το 323 π.Χ., οι Αιγές σιγά-σιγά παρακμάζουν. Στην εποχή των Διαδόχων, το ενδιαφέρον μετατοπίζεται και η Πέλλα είναι πια το αδιαφιλονίκητο κέντρο. Χωρίς να έχουν καίρια θέση στον γεωπολιτικό χάρτη του ελληνιστικού κόσμου, οι Αιγές περνούν στο περιθώριο. Μετά την ήττα του Περσέα, του τελευταίου μακεδόνα βασιλιά και την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους (168 π.Χ.), η παλιά βασιλική πόλη καταστρέφεται. Τα τείχη, τα λαμπρά ανάκτορα, που είχε χτίσει ο Φίλιππος ο Β', το θέατρο και άλλα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια καίγονται και γκρεμίζονται. Παρά την κατάλυση της παλιάς ιεραρχίας, η ζωή συνεχίζεται. Οι κάτοικοι προσπαθούν να επισκευάσουν μερικά τεμένη και χτίζουν σπίτια στα ερείπια του τείχους και των παλιών δημόσιων κτιρίων, χρησιμοποιώντας συχνά σαν δομικό υλικό τα μέλη τους. Αλλά το παλάτι, κέντρο και σύμβολο κάποτε της εξουσίας των Μακεδόνων βασιλέων και το γειτονικό του θέατρο θα απομείνουν ερείπια για πάντα. Στην υποταγμένη από τους Ρωμαίους Μακεδονία, η παλιά πρωτεύουσα μαράζωσε. Αντίθετα με την Πέλλα, που φιλοξένησε κοντά στα ερείπιά της τη νέα ρωμαϊκή αποικία, οι Αιγές, ίσως επειδή ήταν στενά δεμένες με την ένδοξη παράδοση, αφέθηκαν στην τύχη τους.
Τον 1ο αιώνα μ.Χ., ύστερα από μια ξαφνική καταστροφή οι κάτοικοι μετακινούνται στον κάμπο στα ΒΑ της νεκρόπολης, σε έναν άλλο οικισμό, που μέχρι το τέλος της αρχαιότητας ήταν το διοικητικό κέντρο της περιοχής, όπως δείχνει η παλαιοχριστιανική βασιλική με βαπτιστήριο, που χτίστηκε εδώ τον 5ο αιώνα μ.Χ. Πάνω στα ερείπια των λαμπρών δημόσιων οικοδομημάτων χτίστηκαν εργαστήρια που διατηρήθηκαν μέχρι τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., ενώ μία επιγραφική μαρτυρία για την ύπαρξη Σεβαστείου (ναού των ρωμαίων αυτοκρατόρων) στις Αιγές αποτελεί τη μόνη μνεία για την ύπαρξή της ως κώμης στον 3ο αιώνα μ.Χ. Η πόλη και το όνομα των Αιγών έπαψε πια να υπάρχει. Το λίκνο των Τημενιδών παραδόθηκε στη λήθη των αιώνων και απόμεινε μόνον η ανάμνηση του παλατιού των Μακεδόνων βασιλιάδων να στοιχειώνει στο μεσαιωνικό όνομα ενός μικρού χωριού, τα «Παλατίτζια», που ζει ως τις μέρες μας και η Μεγάλη Τούμπα στην άκρη του κάμπου να φυλάγει στα σπλάχνα της το ακριβό μυστικό της. Για πολλούς αιώνες, μέχρι το 1977, κανείς δεν γνώριζε το πού βρισκόταν η πρώτη πόλη των Μακεδόνων, οι αρχαίες Αιγές.
Η πρώτη ανασκαφική προσπάθεια στον μεγάλο αρχαιολογικό χώρο της περιοχής έγινε το 1861 με τον Γάλλο αρχαιολόγο Léon Heuzey, ο οποίος εντόπισε για πρώτη φορά, το 1856, τον αρχαιολογικό χώρο, χωρίς όμως να τον συσχετίσει με τις αρχαίες Αιγές. Πολύ αργότερα, το 1937, μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης αποφάσισε, με πρόταση του τότε καθηγητή Αρχαιολογίας Κ. Ρωμαίου, να αναλάβει τη συνέχιση της ανασκαφικής έρευνας στη Βεργίνα, που σταμάτησε όμως και πάλι το 1940, λόγω της επίθεσης της Ιταλίας στην Ελλάδα. Ο Ρωμαίος, μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, θα επανέλθει στο Ανάκτορο το 1954 και θα συνεχίσει τις ανασκαφικές του έρευνες ως το 1956, σε συνεργασία με τον τότε έφορο Αρχαιοτήτων Χ. Μακαρόνα, ενώ από το 1959 τη σκυτάλη ανέλαβαν οι διάδοχοί του στο Πανεπιστήμιο καθηγητές Γ. Μπακαλάκης και Μανώλης Ανδρόνικος. Το 1961, το εκκλησάκι - φρουρός που προστάτευε τον χώρο, διαλύθηκε για να προχωρήσουν εκεί οι ανασκαφές, ενώ στο μεταξύ η περιοχή είχε γίνει νταμάρι και «έχτισε» με τις πέτρες της τα γύρω χωριά, με τελευταίο από όλα, στη δεκαετία του 1920, την ίδια τη Βεργίνα. Από το 1972 την ανασκαφική έρευνα αναλαμβάνει πια ο καθηγητής Μανώλης Ανδρόνικος που στη δεκαετία του ’50 και ’60 ανάσκαψε το νεκροταφείο των τύμβων και συνεχίζει σήμερα η Αρχαιολόγος Αγγελική Κοτταρίδου με την ομάδα της. Παράλληλα, ανασκάφηκε το ανάκτορο από το Αρχαιολογικό Τμήμα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τμήμα της νεκρόπολης από την Αρχαιολογική Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού. Το 1969 ανακαλύφθηκε ο τάφος του αγρού Μπλούκα. Οι ανασκαφές κορυφώθηκαν με την έρευνα της Μεγάλης Τούμπας από τον Μανώλη Ανδρόνικο, που έφερε στο φως τους βασιλικούς τάφους (1976-1980), ανάμεσα στους οποίους σημαντικότερος ήταν ο ασύλητος τάφος του Φιλίππου Β' (359-336 π.Χ.) και του εγγονού του Αλέξανδρου Δ', μία ανακάλυψη που θεωρήθηκε ως ένα από τα πιο σημαντικά αρχαιολογικά γεγονότα του αιώνα μας.
Από τότε οι ανασκαφές συνεχίζονται ως τις μέρες μας, ιδιαίτερα στην περιοχή όπου βρίσκεται το ανάκτορο και στα υψώματα γύρω απ’ αυτό κι έχουν αποκαλύψει σειρά σημαντικών μνημείων. Το 1978 ο τάφος του Πρίγκιπα, το 1982 το θέατρο, το ιερό της Εύκλειας, ο τάφος στα Παλατίτσια, ο τάφος του αγροκτήματος Μπέλλα, το 1987 ο τάφος της Ευρυδίκης μητέρας του Φιλίππου, το 1990 το Μητρώον Α. Πρόσφατες εργασίες στο χώρο συνέχισαν να αποκαλύπτουν ένα αναπάντεχο πλήθος αντικειμένων. Ανάμεσά τους υπέροχα περίτεχνα χρυσά κοσμήματα, ασημικά και κεραμικά, έργα γλυπτικής, ψηφιδωτά δάπεδα και αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Οι πιο πρόσφατες ανασκαφές επικεντρώθηκαν στους τάφους των γυναικών της βασιλικής αυλής και ένα μεγάλο τμήμα της έκθεσης καταδεικνύει το σημαντικό ρόλο τους. Κοσμήματα, ενδύματα κι αντικείμενα που χρησιμοποιούνταν για την περιποίηση, καθώς και ιερά αντικείμενα, όπως πήλινες κεφαλές θεοτήτων και δαιμόνων, υπογραμμίζουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο αυτών των ισχυρών γυναικών: βασίλισσες, πριγκίπισσες και υψηλόβαθμες ιέρειες προσφέρουν μια ενδιαφέρουσα εικόνα του γυναικείου κόσμου στο παλάτι των Αιγών από περίπου το 1000 π.Χ. μέχρι το 300 π.Χ. Η τελευταία, βασίλισσα και ιέρεια, βρέθηκε σε ασύλητο τάφο, στολισμένο με κτερίσματα και έφερε, από το κεφάλι μέχρι τα νύχια των ποδιών της, εντυπωσιακά χρυσά κοσμήματα που ήταν ραμμένα στα ρούχα της. Πρώτος ο Άγγλος ιστορικός Νίκολας Χάμοντ, το 1968, διατύπωσε τη θεωρία ότι οι αρχαίες Αιγές βρίσκονται στον αρχαιολογικό χώρο κοντά στη Βεργίνα. Ο Μανώλης Ανδρόνικος με την ανακάλυψη του τάφου του Φιλίππου, το 1977, απέδειξε ότι αυτή η άποψη ήταν σωστή. Τα πολύτιμα ευρήματα που βρέθηκαν στον τάφο του Φιλίππου, η ζωγραφική του διακόσμηση με θέματα όπως το κυνήγι του λιονταριού, που σχετίζονται με τη βασιλική οικογένεια, αλλά και η ανακάλυψη του θεάτρου των Αιγών, όπου δολοφονήθηκε ο Φίλιππος, ήταν στοιχεία που έδειχναν ότι ο νεκρός ήταν ο Φίλιππος Β' και ότι εδώ βρισκόταν η ιερή πόλη των Μακεδόνων, οι Αιγές.
Η πόλη των ιστορικών χρόνων, που απλωνόταν στους λόφους, δεν είναι ακόμη καλά γνωστή, αφού μόνον ένα μικρό ποσοστό της συνολικής έκτασής της έχει ανασκαφεί. Το κέντρο των Αιγών με το ανάκτορο και τα τεμένη καταλαμβάνει μια έκταση περίπου 800 στρ. κι αναπτύσσεται σε επτά άνδηρα, στην πλαγιά, στα νότια του νεκροταφείου των τύμβων. Η διαφοροποίηση των αξόνων των οικοδομικών συγκροτημάτων, που έχουν αποκαλυφθεί, δείχνει ότι στις Αιγές, όπως και στην Αθήνα, αλλά και σε όλες τις παλιές πόλεις, δεν υπήρχε ορθολογικά οργανωμένο πολεοδομικό σύστημα με κανονικά οικοδομικά τετράγωνα και κάθετους οδικούς άξονες. Στο δυτικό τμήμα της πόλης, σε ψηλό, περίοπτο σημείο ήταν χτισμένο το ανάκτορο, ορατό από παντού, που δέσποζε απόλυτα στην εικόνα της. Δίπλα του, στην πλαγιά που κατηφορίζει μαλακά προς το βορρά, βρίσκονταν το θέατρο και τα πιο σημαντικά τεμένη, μαζί με τα υπόλοιπα δημόσια κτίρια της πόλης. Η πόλη των Αιγών προστατευόταν από τείχος, αλλά μεγάλο μέρος του πληθυσμού κατοικούσε έξω από το τειχισμένο κέντρο, σε πολλούς μικρούς συνοικισμούς, που ξεκινούν δίπλα από τα τείχη και απλώνονται σε ολόκληρη την περιοχή, διάσπαρτοι στους χαμηλούς λόφους, αλλά και στον κάμπο, σημαδεύοντας με την παρουσία τους την πορεία των αρχαίων δρόμων. Ακολουθώντας το αρχαιότροπο μοντέλο οργάνωσης του χώρου, που εκφράζει μια κοινωνία στηριγμένη στην αριστοκρατική δομή των γενών, με σημείο αναφοράς και πόλο συνοχής τη βασιλική εξουσία, οι Αιγές αναδύονται από την αχλή της προϊστορίας σαν μια πόλη «κατά κώμας», ένα «ανοιχτό» πολεοδομικό μόρφωμα με μικρούς και μεγαλύτερους συνοικισμούς, διάσπαρτους γύρω από έναν κεντρικό πυρήνα, που εξελίσσεται οργανικά, χωρίς αυστηρά προκαθορισμένο σχέδιο και συγκροτείται στο χώρο με άξονα τη βασιλική παρουσία και εξουσία, τη σχέση με το θείο και την ανάγκη επιβολής και άμυνας, δηλαδή το ανάκτορο, τα τεμένη και την οχυρή ακρόπολη.
Στα πλαίσια ενός μεγάλου οικοδομικού προγράμματος, που υλοποιείται στα τέλη της βασιλείας του Φιλίππου Β', χτίζεται το νέο μεγαλοπρεπές ανάκτορο των Αιγών, το θέατρο που βρίσκεται δίπλα του και διαμορφώνεται το γειτονικό τέμενος της Εύκλειας με τα βασιλικά αναθήματα. Τα κτίσματα αυτά, στα οποία χρησιμοποιήθηκε ο ακριβός πωρόλιθος, ακολουθούν αυστηρά τον ίδιο άξονα, ακόμα και αν αυτό συνεπάγεται σοβαρά κατασκευαστικά προβλήματα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του θεάτρου. Είναι προφανές ότι πίσω από τις κατασκευές αυτές υπάρχει ένας συγκεκριμένος σχεδιασμός που εμπνέεται από μια σαφή ιδεολογική τοποθέτηση: το κέντρο της πολιτικής και της θρησκευτικής εξουσίας, που συνενώνεται στο πρόσωπο του βασιλιά, συνδυάζεται με το θέατρο, το κέντρο της τέχνης και του πολιτισμού. Συνεχίζοντας ό,τι ξεκίνησε ο Αρχέλαος, ο Φίλιππος Β' γίνεται βασιλιάς μαικήνας και εγκαινιάζει μια παράδοση που θα σφραγίσει την εικόνα των βασιλικών πόλεων της ελληνιστικής εποχής, της Περγάμου, της Αντιόχειας, της Σελεύκειας και θα φτάσει στο αποκορύφωμά της στην Αλεξάνδρεια με την ίδρυση της Βιβλιοθήκης και του Μουσείου, του πρώτου Πανεπιστημίου που γνώρισε ο κόσμος.
Στον κάμπο, στα βόρεια της πόλης, απλώνεται η αχανής νεκρόπολη των Αιγών, ο τόπος όπου θάβονταν οι Μακεδόνες βασιλιάδες. Με κέντρο το νεκροταφείο των τύμβων της πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (11ος-7ος αιώνας π.Χ.) η νεκρόπολη επεκτάθηκε προς τα νότια, στα αρχαϊκά χρόνια (6ος-5ος αιώνας π.Χ., προς τα δυτικά, στα κλασικά (5ος-4ος αιώνας π.Χ.) και προς τα ανατολικά, στα ελληνιστικά (3ος-1ος αιώνας π.Χ.).
Επίκεντρο της ανασκαφικής έρευνας η νεκρόπολη έχει δώσει πλούσια ευρήματα που τεκμηριώνουν όχι μόνον τις μεταθανάτιες πεποιθήσεις, αλλά αυτόν καθαυτό τον πολιτισμό των Μακεδόνων, του ακριτικού ελληνικού φύλου που μένοντας έξω από τις πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις του νότου διατήρησε μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια δομές, ήθη και παραδόσεις που ανακαλούν τον κόσμο του ομηρικού έπους.
Ανάμεσα στα ανασκαμμένα τμήματα της νεκρόπολης ξεχωρίζουν οι τρεις βασιλικές ταφικές συστάδες, η συστάδα του Φιλίππου Β', στα δυτικά (Μουσείο βασιλικών τάφων των Αιγών), η συστάδα του Δημαρχείου, στα νότια και η συστάδα των βασιλισσών, με τον τάφο της Ευρυδίκης και τον ιωνικό τάφο, τον λεγόμενο «τάφο του Ρωμαίου», από το όνομα του ανασκαφέα, δίπλα στη ΒΔ πύλη της πόλης. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η ταφική συστάδα Heuzey-Μπέλλα στα ανατολικά, όπου αποκαλύφθηκαν 4 μνημειακοί μακεδονικοί και 3 κιβωτιόσχημοι τάφοι της ελληνιστικής εποχής.
 Τον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας συγκροτούν δύο διακριτές περιοχές: η περιοχή της αρχαίας πόλης προς τις παρυφές των Πιερίων, και το σπουδαίο κοιμητήριο προς την πεδιάδα και μέχρι τον Αλιάκμονα ποταμό. Στο χώρο που εκτείνεται από το ανάκτορο και το θέατρο μέχρι τον «τάφο του Ρωμαίου» τοποθετείται η πόλη των Αιγών (ίσως και ο οικισμός των προϊστορικών χρόνων να εκτεινόταν στον ίδιο χώρο), που περιβαλλόταν από τείχος με ακρόπολη στους βόρειους και ανατολικούς πρόποδες των Πιερίων. Τα κτιριακά συγκροτήματα που έχουν ανασκαφεί (ιερό της Εύκλειας, ιερό της Μητέρας των Θεών, ναόσχημο οικοδόμημα, αναθηματικά βάθρα, στωικό οικοδόμημα και κτίριο μνημειακών διαστάσεων δημόσιου ίσως χαρακτήρα) ανήκουν στο β’ μισό του 4ου αιώνα με ζωή ως το τέλος του 1ου αιώνα π.Χ. Τα σημαντικότερα μνημεία και αρχιτεκτονικά σύνολα του αρχαιολογικού χώρου των Αιγών (Βεργίνας) είναι:
Στους πρόποδες του λόφου της ακρόπολης, σε ένα υπερυψωμένο άνδηρο που δεσπόζει στο χώρο και σημαδεύεται από μια αιωνόβια βελανιδιά, σώζονται τα εντυπωσιακά ερείπια του ανακτόρου, που σφραγίζουν με την επιβλητική παρουσία τους, ακόμη και σήμερα, την εικόνα των ερειπίων της πόλης. Ήταν το ενδιαίτημα που φιλοξένησε, σε όλη τη διάρκεια της ανεξαρτησίας του Μακεδονικού βασιλείου, μέλη των δύο δυναστειών που χειρίστηκαν τις τύχες του, των Τημενιδών και των Αντιγονιδών, όταν επέστρεφαν στην παλιά πρωτεύουσά τους για επίσημες τελετές. Μορφολογικά, επαναλαμβάνει σε μεγάλη κλίμακα την κάτοψη της αρχαιοελληνικής οικίας, με εσωτερική περίστυλη αυλή και δωμάτια γύρω της. Το ανάκτορο είχε μήκος 78 μ. και ύψος 13,60 μ. και απλωνόταν σε έκταση 15 στρ. περίπου (χώρο μεγαλύτερο από αυτόν της σημερινής Βουλής), με δυνατότητα φιλοξενίας και στέγασης 4.000 ατόμων και συμποσίων με 500 καλεσμένους. Αρχιτέκτονας και κατασκευαστής του εικάζεται ότι ήταν ο περίφημος Πύθεος, που σχεδίασε το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού (355–350 π.Χ.), ένα από τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου, καθώς και το ναό της Αθηνάς Πολιάδος στην Πριήνη της Μ. Ασίας. Το σημαντικό αυτό μνημείο, που χρονολογείται στο β’ μισό του 4ου αιώνα π.Χ., αποτελούσε βασικό πόλο του οικοδομικού προγράμματος του Φιλίππου Β'. Θα πρέπει να είχε ολοκληρωθεί πριν το 336 π.Χ., όταν ο βασιλιάς με πρόφαση τους γάμους της κόρης του Κλεοπάτρας με το βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Αλέξανδρο γιόρτασε εδώ την παντοδυναμία του.
Για τη δόμησή του απαίτησε τη μεταφορά 13.000 κυβικών μέτρων πωρόλιθου, που φορτώθηκαν σε βοϊδάμαξες από τα λατομεία του γειτονικού Βερμίου, 12 χλμ. μακριά από τις Αιγές. Μονάχα αυτοί οι πωρόλιθοι σε σημερινές τιμές, θα κόστιζαν περίπου 26 εκατομμύρια ευρώ! Χώρια τα άλλα δομικά και διακοσμητικά υλικά. Τα αρχιτεκτονικά μέλη του ανακτόρου καλύπτονταν από γαλάζια έως και κόκκινα λεπτότατα κονιάματα που έλαμπαν και θάμπωναν τις προσωπικότητες που έφταναν στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας. Το ανάκτορο οργανώνεται γύρω από μια μεγάλη περίστυλη αυλή και περιλαμβάνει τέμενος (Θόλο) αφιερωμένο στον Ηρακλή Πατρώο και πολυτελείς χώρους συμποσίων για τον βασιλιά και τους αξιωματούχους. Σε έναν από αυτούς σώζεται μωσαϊκό δάπεδο. Με έκταση περίπου 9.250 τ.μ. στο ισόγειο, το κτίριο, μεγάλο τμήμα του οποίου ήταν διώροφο, είναι μεγαλύτερο από τα ελληνιστικά ανάκτορα της Δημητριάδος και του Περγάμου, ενώ σώζεται πολύ καλύτερα και η μορφή του είναι πολύ πιο σαφής και ευανάγνωστη από «τα βασίλεια» της Πέλλας, που γνώρισαν πολλές επεκτάσεις και τροποποιήσεις. Ενταγμένο στην ίδια οικοδομική ενότητα με το θέατρο που βρίσκεται δίπλα του, το μεγάλο ορθογώνιο κτίριο είναι προσανατολισμένο σύμφωνα με τους γεωγραφικούς άξονες. Εξοπλισμένο με όλες τις ανέσεις της εποχής το ανάκτορο διέθετε ένα άψογο σύστημα αποχέτευσης αλλά και ύδρευσης που έφερνε μέχρι εδώ το δροσερό νερό από τις πηγές του βουνού.
Η πρόσβαση στο Ανάκτορο γινόταν από την ανατολική πλευρά, όπου υψωνόταν με τρόπο πρωτοποριακό για την εποχή ένα πραγματικά μοναδικό μνημειακό πρόπυλο, στο κέντρο μιας εντυπωσιακής δωρικής κιονοστοιχίας. Σώζονται μάλιστα ακόμα στη θέση τους τα μαρμάρινα κατώφλια της τριπλής αυτής βασιλικής εισόδου, ενώ τα λίθινα αρχιτεκτονικά μέλη, που μιμούνται παραθυρόφυλλα και τα χαριτωμένα ιωνικά κιονόκρανα, που βρέθηκαν πεσμένα εδώ, θα πρέπει να προέρχονται από την πρόσοψη του ορόφου. Ο συνδυασμός των ρυθμών, δωρικού και ιωνικού, που τον βρίσκουμε ήδη στον Παρθενώνα, θα γίνει κυρίαρχη τάση για τη μακεδονική αρχιτεκτονική.
Περνώντας το πρόπυλο φτάνει κανείς στην αυλή που παραδοσιακά αποτελούσε το κέντρο, γύρω από το οποίο αρθρώνονταν οι χώροι και οι λειτουργίες κάθε σπιτιού. Όπως η πρόσοψη έτσι και η αυλή, που είναι ακριβώς τετράγωνη, αποκτά εδώ μια απολύτως κανονική μνημειακή μορφή με ένα τεράστιο περιστύλιο, που σε κάθε πλευρά του υπάρχουν 16 λίθινοι δωρικοί κίονες που επιστέφονται από τη χαρακτηριστική δωρική ζωφόρο. Κατασκευασμένα από πωρόλιθο, τα αρχιτεκτονικά μέλη καλύπτονταν από λεπτότατα κονιάματα που θα πρέπει να τα φανταστούμε να λάμπουν στο λευκό του μαρμάρου και να ποικίλλονται με ζωηρό γαλάζιο και κόκκινο. Η αυλή που χωράει άνετα καθιστούς πάνω από 2.000 ανθρώπους λειτουργούσε όχι μόνον σαν πνεύμονας του σπιτιού, αλλά κυρίως σαν χώρος όπου επικεντρωνόταν η πολιτική και κοινωνική ζωή του Μακεδονικού Βασιλείου.
Στην ανατολική πτέρυγα των ανακτόρων, μετά την είσοδο, υπήρχε μια μεγάλη κυκλική, εγγεγραμμένη σε τετράγωνο, αίθουσα, που ο Πλάτωνας ονομάζει Θόλο (Απολογία, 36D). Στο εσωτερικό της βρέθηκαν πολύτιμες αναθηματικές επιγραφές με τη φράση «Ηρακλήι Πατρώιοι», δηλαδή στον Πατέρα Ηρακλή, το μυθικό γενάρχη που οι Μακεδόνες βασιλιάδες τιμούσαν σαν πρόγονό τους, μαζί με τη βάση μιας κατασκευής που θα μπορούσε να είναι βωμός ή βάθρο. Οι χώροι στην περιοχή φαίνονται στο σύνολο τους να έχουν «ιερό» χαρακτήρα, εξυπηρετώντας τις αυξημένες λατρευτικές ανάγκες του βασιλιά που ήταν συγχρόνως κι αρχιερέας.
Στη νότια πτέρυγα του ανακτόρου ήταν ο καθεαυτό οίκος του ανακτόρου με αίθουσες συμποσίων που τις κοσμούσαν ψηφιδωτά δάπεδα. Ξεχωρίζει το επιβλητικό σύνολο 5 συνεχόμενων χώρων, που αποτελούσαν το «βασιλικό ενδιαίτημα». Από αυτούς, οι 3 σχηματίζουν κλειστό σύνολο, όπου το κεντρικό δωμάτιο οδηγεί στους δύο ανδρώνες, χώρους κατάλληλους για συμπόσια. Το δωμάτιο αυτό δίνει και την εντύπωση προθαλάμου, καθώς ανοίγεται προς την αυλή μ’ ένα ιδιαίτερα μνημειακό πολύθυρο με 3 ιωνικούς αμφικίονες. Τα δωμάτια του «οίκου» κοσμούσα εξαίσια ψηφιδωτά, ιδιαίτερα εντυπωσιακά, με συνολική έκταση δύο στρεμμάτων. Ένα από τα οποία σώζεται σήμερα σε καλή κατάσταση και είναι φτιαγμένο από μικροσκοπικά λευκά, μαύρα, γκρίζα, αλλά και κίτρινα και κόκκινα βότσαλα. Το ψηφιδωτό αυτό θυμίζει χαλί μ’ ένα εντυπωσιακό λουλούδι να ανθίζει στο κέντρο του, πλαισιωμένο από πολύπλοκα ελικωτά βλαστάρια και λουλούδια που εγγράφονται σ’ έναν κύκλο. Μάλιστα, ο πολλαπλός μαίανδρος και ο σπειρομαίανδρος που στολίζουν την περιφέρεια του κύκλου, μοιάζουν πολύ με αυτούς που βρίσκουμε πάνω στη χρυσελεφάντινη ασπίδα του Φιλίππου Β', που εκτίθεται στο Μουσείο των Βασιλικών Τάφων. Στις γωνίες του ψηφιδωτού φυτρώνουν 4 ξανθές νεράιδες, μισές γυναίκες-μισά λουλούδια, που φέρουν στο κεφάλι κάλαθο, ποικίλλοντας με μια ευχάριστη νότα ζωντάνιας και χάρης το σύνολο που παρά τη φαινομενική πολυπλοκότητά του υποτάσσεται στην καθαρή γεωμετρία της αυστηρής συμμετρίας. Το ψηφιδωτό είναι φτιαγμένο με βότσαλα μαύρα, λευκά, γκρι, κόκκινα και κίτρινα, πολλών αποχρώσεων. Το δάπεδο περιβάλλεται από ένα στενό ψηφιδωτό πλαίσιο, ένα πλατύ σκαλοπάτι, ελαφρά υπερυψωμένο, επάνω στο οποίο τοποθετούνταν πιθανότατα οι κλίνες των συνδαιτυμόνων για τα συμπόσια. Ανάλογες κατασκευές υπήρχαν και στα υπόλοιπα δωμάτια του ανακτόρου και βεβαιώνουν ότι όλοι χρησιμοποιούνταν σαν χώροι συμποσίων.
Στη μία από τις δύο μεγάλες επίσημες αίθουσες των Ανακτόρων, που μάλλον ήταν αίθουσες βασιλικών ακροάσεων και συμποσίων, θέμα του ψηφιδωτού στο δάπεδο αποτελεί μια θάλασσα από σκούρα μπλε βότσαλα, που στη μέση της καλπάζει ένας ταύρος, ο οποίος έχει στην πλάτη του την Ευρώπη. Είναι η αρπαγή της Ευρώπης, της πριγκίπισσας της Φοινίκης από τον ταύρο-Δία, που την φέρνει στην Κρήτη και η ήπειρος παίρνει από αυτήν το όνομά της.
Το μεγαλύτερο τμήμα της δυτικής πτέρυγας του ανακτόρου καταλαμβάνουν 3 ίσοι τετράγωνοι σχεδόν χώροι που ανοίγουν προς τη στοά. Οι τεράστιες αυτές αίθουσες είναι πιο λιτές, αλλά εξίσου εντυπωσιακές και το δάπεδό τους καλυπτόταν από επιμελημένο μαρμαροθέτημα, που υπογραμμίζουν και εδώ τη μεγάλη φροντίδα όλων των χώρων του Ανακτόρου, που υπολογίζεται πως συνολικά άφηνε χώρο για 278 κλίνες. Ο Φίλιππος δηλαδή μπορούσε να παραθέσει συμπόσιο σε πάνω από 500 καλεσμένους συγχρόνως, αριθμός πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα. Σε κάθε δωμάτιο το μαρμαροθέτημα περιβάλλεται από ένα στενό ψηφιδωτό πλαίσιο, ένα πλατύ σκαλοπάτι, ελαφρά υπερυψωμένο, επάνω στο οποίο τοποθετούνταν πιθανότατα οι κλίνες των συνδαιτυμόνων για τα συμπόσια. Εντύπωση προκαλεί ο τρόπος στέγασης αυτών των πολύ μεγάλων σε διαστάσεις αιθουσών χωρίς τη χρήση υποστυλωμάτων. Το στοιχείο αυτό φανερώνει τις υψηλού επιπέδου γνώσεις και τη μεγάλη τεχνική πείρα των κατασκευαστών του ανακτόρου. Αίθουσες συμποσίων, ανδρώνες, με δάπεδα στρωμένα με ψηφιδωτά από βότσαλα υπήρχαν στην ανατολική και βόρεια πλευρά του Παλατιού, όπου δύο διάδρομοι οδηγούσαν από το περιστύλιο στον εξώστη, μια ευρύχωρη βεράντα με πανοραμική θέα στην πόλη και σε ολόκληρη την περιοχή, που αποτελεί άλλη μία θαυμαστή καινοτομία του Ανακτόρου των Αιγών.
Η καταστραμμένη σήμερα βόρεια πτέρυγα του ανακτόρου της Βεργίνας αποτελείτο από σειρά τετράγωνων αιθουσών, μπροστά από τις οποίες διαμορφωνόταν πάνω στην κατωφέρεια του λόφου μια στενόμακρη ανοικτή βεράντα με χαμηλό προστατευτικό θωράκιο. Η κατασκευή αυτού του χώρου προσθέτει στο παραδοσιακό σχέδιο της κλειστής αρχαιοελληνικής οικίας ένα νέο στοιχείο που την ανοίγει προς τα έξω. Ταυτόχρονα δημιουργείται ένα πρότυπο που θα γνωρίσει μεγάλη διάδοση στην ιστορία της αρχιτεκτονικής. Η ευρύχωρη βεράντα πρόσφερε στους ενοίκους του κτιρίου μια πανοραμική θέα στην πόλη και σε όλη την περιοχή του κάτω Αλιάκμονα, που αποτελεί μία ακόμη καινοτομία του ανακτόρου των Αιγών. Μπορούσε κανείς να θαυμάσει τη μεγάλη πεδιάδα με την Πέλλα στα βόρεια και την πόλη της Βέροιας στα δυτικά. Στον όροφο που υπήρχε στην ανατολική και στη δυτική πλευρά θα πρέπει να βρισκόταν, όπως συνήθως, τα διαμερίσματα των γυναικών και οι κοιτώνες. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή και πολυτελής ήταν η κορινθιακού τύπου κεράμωση των στεγών.
Συγχωνεύοντας με τρόπο εξαιρετικά εφευρετικό στοιχεία δημόσιας και ιδιωτικής αρχιτεκτονικής ο μεγαλοφυής αρχιτέκτονας του ανακτόρου των Αιγών καταφέρνει να δημιουργήσει ένα κτίριο μοναδικό, λιτό και λειτουργικό και συγχρόνως απόλυτα μνημειακό και επιβλητικό, δίνοντας πραγματική μορφή και υπόσταση στην ιδέα του δεσπόζοντος κέντρου από όπου εκπορεύεται κάθε εξουσία. Έτσι η κατοικία του βασιλιά των Μακεδόνων, το μόνο ανάκτορο της κλασικής Ελλάδας που ξέρουμε, όντας η έδρα της πολιτικής εξουσίας και το κέντρο της πνευματικής δημιουργίας, γίνεται ένα αληθινό μνημείο μεγαλοπρέπειας, λειτουργικότητας και μαθηματικής καθαρότητας, που μέσα από την απόλυτη συνέπεια της γεωμετρίας του υλοποιεί το πρότυπο της ιδανικής κατοικίας και αποτελεί το αρχέτυπο του οικοδομήματος με περιστύλιο που θα σφραγίσει την αρχιτεκτονική της ελληνιστικής εποχής και θα επαναληφθεί χιλιάδες φορές σε όλο τον ελληνιστικό κόσμο, χωρίς όμως καμιά από τις επαναλήψεις να φτάσει τη σαφήνεια, την πληρότητα και την απόλυτη καθαρότητα του πρωτοτύπου.
Στα χρόνια των Αντιγονιδών, τον 3ο αιώνα π.Χ. μια νέα πτέρυγα με περίστυλη αυλή χτίστηκε στα δυτικά του ανακτόρου για να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες των ενοίκων. Δυστυχώς, όμως, μετά την κατάλυση του Μακεδονικού βασιλείου από τους Ρωμαίους, το 168 π.Χ., έπειτα από τη δραματική μάχη της Πύδνας (22 Ιουνίου 168 π.Χ.), ο μακεδονικός στρατός διαλύθηκε κι οι κατακτητές έκαψαν, κατέστρεψαν και γκρέμισαν μαζί με την πόλη των Αιγών, τα τείχη και το θέατρο της και το λαμπρό και μοναδικό Ανάκτορο, που δεν ξαναχτίζεται ποτέ. Όμως, παρά την καταστροφή, ο χώρος φαίνεται πως κρατά στην συνείδηση των κατοίκων κάτι από την ιερότητά του και όχι μόνον δεν καταπατείται αλλά, όπως δείχνει ο βωμός και τα λείψανα των θυσιών των Υστερορωμαϊκών χρόνων που βρέθηκαν στο δωμάτιο με το ψηφιδωτό, γίνεται τόπος λατρείας. Οι Αιγές εξαφανίζονται έκτοτε και ξεχνιούνται. Ωστόσο η ανάμνηση του θρυλικού Μακεδονικού βασιλικού οίκου εξακολουθεί να ζει στο βυζαντινό όνομα «Παλατίτζια», που στέκει αδιάκοπα έως σήμερα, στο όνομα του γειτονικού με τις Αιγές χωριού (η Βεργίνα είναι άλλο, πολύ νεότερο χωριό, που κατοικήθηκε από πρόσφυγες της Μ. Ασίας και της Αν. Ρωμυλίας). Ακόμη και η λατρεία συνεχίζεται στο χώρο, που στη συλλογική μνήμη καταγράφηκε σαν τόπος ιερός. Μετά τον ρωμαϊκό βωμό ήρθε η μικρή εκκλησούλα της Αγίας Τριάδας. Χτισμένη στα 1495, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στη σκιά της αιωνόβιας βελανιδιάς, εκεί πάνω στα παλάτια του Φίλιππου και του Αλέξανδρου, διαλύθηκε το 1961 για να προχωρήσει η ανασκαφή. Στο μεταξύ το ανάκτορο έγινε νταμάρι και χτίστηκαν με τις πέτρες του τα χωριά της περιοχής, τελευταία απ’ όλα, στη δεκαετία του ’20, η ίδια η Βεργίνα.
Η τεχνητός λόφος που σκέπαζε μερικούς από τους βασιλικούς τάφους των Αιγών είναι γνωστός ως η Μεγάλη Τούμπα. Είχε ύψος 13 μ. και διάμετρο 100 μ. Αυτή η τούμπα είχε δημιουργηθεί στην αρχαιότητα για να προστατεύει τα ταφικά μνημεία, μετά τις λεηλασίες που είχαν υποστεί από τις επιδρομές του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου το 274/273 π.Χ. Ο μεγάλος τεχνητός λόφος σκέπασε τους τάφους και τις μικρές τούμπες 60 χρόνια μετά τη δημιουργία τους. Το 1976, ο Μ. Ανδρόνικος, καθηγητής της Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ξεκινά τις ιστορικές ανασκαφές του στη Μεγάλη Τούμπα που βρίσκεται στην τεράστια σε έκταση νεκρόπολη των αρχαίων Αιγών, δίπλα στο χωριό Βεργίνα. Η ανακάλυψη των βασιλικών τάφων στη Μεγάλη Τούμπα, πρόσφερε μερικά από τα πιο σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα για τη μελέτη της ιστορίας της Μακεδονίας. Στην ομάδα αυτή περιλαμβάνονται τρεις μακεδονικοί τάφοι κι ένας κιβωτιόσχημος. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται ο ασύλητος τάφος του Φιλίππου Β' (336 π.Χ.) και ένας συλημένος κιβωτιόσχημος τάφος που ανήκε πιθανότατα στον Αλέξανδρο Δ' (310 π.Χ.). Οι δύο αυτοί τάφοι κοσμούνται με λαμπρές τοιχογραφίες, έργα μεγάλων επώνυμων καλλιτεχνών.
Οι τάφοι αυτοί, που σχηματίζουν μία ιδιαίτερη κατηγορία υπόγειων θαλαμοειδών οικοδομημάτων, συναντώνται κυρίως στη Μακεδονία. Ο Πλάτων, στους Νόμους του, δίνει τον παλιότερο κι ίσως ακριβέστερο ορισμό του λεγόμενου μακεδονικού τάφου περιγράφοντας τον τάφο των «ευθύνων», δηλαδή των θείων αρχόντων των αρχόντων: «Ο τάφος τους θα οικοδομηθεί σε σχήμα υπόγειας προμήκους καμάρας από πωρόλιθους όσο το δυνατό ανθεκτικούς και θα έχει κλίνες παράλληλες τη μία στην άλλη. Εκεί θα εναποθέσουν το νεκρό, θα καταχώσουν τον τάφο σε κυκλικό τύμβο και γύρω του θα φυτέψουν άλσος εκτός από μία πλευρά ώστε να μπορεί να επεκτείνεται με την προσθήκη νέων ταφών». Οι νεότερες έρευνες επιβεβαιώνουν την πλατωνική περιγραφή. Οι μακεδονικοί τάφοι, που σχηματίζουν μία ιδιαίτερη κατηγορία υπόγειων θαλαμοειδών οικοδομημάτων, συναντώνται κυρίως στη Μακεδονία. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η καμαρωτή οροφή. Αποτελούνται από έναν ευρύχωρο νεκρικό θάλαμο τετράγωνο ή ορθογώνιο στην κάτοψη. Πολλές φορές έχουν και προθάλαμο που επικοινωνεί με τον κυρίως νεκρικό χώρο με θυραίο άνοιγμα. Η είσοδος βρίσκεται στην πρόσοψη και πλαισιώνεται συχνά από παραστάδες και υπέρθυρο. Όταν υπάρχουν θυρόφυλλα, είναι ξύλινα ή μαρμάρινα σε απομίμηση ξύλινων. Η πρόσοψη είναι συνήθως απλή, στους μεγαλύτερους όμως τάφους παρουσιάζει αρχιτεκτονική διαμόρφωση. Σχεδόν πάντα κυκλικός τύμβος καλύπτει τους μακεδονικούς τάφους, ενώ κτιστός δρόμος οδηγεί σε ορισμένους από αυτούς. Οι μακεδονικοί τάφοι κατασκευάζονταν συνήθως από πωρόλιθους. Οι επιφάνειες των τοίχων καλύπτονται με κονίαμα που σε ορισμένες περιπτώσεις φέρει και ζωγραφιστή διακόσμηση. Οι πρώτοι μακεδονικοί τάφοι κατασκευάστηκαν λίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. και οι τελευταίοι χρονολογούνται στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ.
Έντονες διαφωνίες μεταξύ των επιστημόνων έχει προκαλέσει η συζήτηση σχετικά με τη καταγωγή της καμάρας των μακεδονικών τάφων. Φαίνεται ότι οι μακεδονικοί τάφοι αποτελούν το προϊόν μιας μακράς εξελικτικής πορείας που είχε ως αφετηρία τους παραδοσιακούς κιβωτιόσχημους τάφους. Οι θαλαμοειδείς κιβωτιόσχημοι τάφοι της Αιανής και της Βεργίνας του 5ου αιώνα π.Χ. είναι τα πρώτα δείγματα ταφικών κτισμάτων που λόγω του μεγαλύτερου απ’ το κανονικό μεγέθους τους δημιουργούν προβλήματα ως προς τη στέγασή τους. Ακολουθεί ο τάφος της Κατερίνης που χρονολογείται πριν τα μέσα του 4ου αιώνα και συνδυάζει την κάτοψη ενός διθάλαμου μακεδονικού τάφου με την οριζόντια οροφή ενός κιβωτιόσχημου. Ο «τάφος της Περσεφόνης» των μέσων του 4ου αιώνα είναι ένας υπερμεγέθης κιβωτιόσχημος τάφος με οριζόντια στέγη από πωρολίθους που στηρίζονταν σε σανίδες. Αυτοί οι μεγάλοι κιβωτιόσχημοι τάφοι του 5ου και του 4ου αιώνα φανερώνουν τη διάθεση της ηγετικής τάξης των Μακεδόνων για κατασκευή μνημειακών ταφικών κτισμάτων. Μετά από διάφορους πειραματισμούς που αποσκοπούσαν στην ανεύρεση ασφαλέστερων τρόπων στέγασης αυτών των μεγάλων χώρων, οι τεχνίτες κατέληξαν στη λύση της καμαρωτής οροφής. Ο αρχαιότερος μακεδονικός τάφος, ο «τάφος της Ευρυδίκης», που χρονολογείται γύρω στο 340 π.Χ., στεγάζεται με καμάρα, αλλά ο τάφος είναι εγκιβωτισμένος μέσα σε μία παραλληλεπίπεδη κατασκευή, καθώς οι τεχνίτες δεν ήταν μάλλον αρκετά βέβαιοι για την ανθεκτικότητα της καμάρας. Ένα άλλο στάδιο στην εξέλιξη των μακεδονικών τάφων αντιπροσωπεύει ο τάφος της Βεργίνας με την πρόστυλη τετράστυλη πρόσοψη. Πρόκειται για το μοναδικό μακεδονικό τάφο με ελεύθερη κιονοστοιχία. Πλήρως αναπτυγμένος ο τύπος του μακεδονικού τάφου παρουσιάζεται στον τάφο του Φιλίππου.
Οι μακεδονικοί τάφοι έφεραν πλούσια διακόσμηση. Κοσμοφόροι με φυτικά μοτίβα, ζωφόροι με σκηνές κυνηγιού, μετόπες και μετακιόνια με πολεμιστές και κριτές του Κάτω Κόσμου, κοσμούσαν τις ιωνικές ή δωρικές προσόψεις των τάφων. Πολλές φορές υπήρχε γραπτός διάκοσμος και στους εσωτερικούς τοίχους: αρματοδρομίες, σκηνές μάχης, έντονα κινημένες μορφές καθώς και φυτικά μοτίβα και άψυχα αντικείμενα. Ακόμη, στο θάλαμο, όπως και στον προθάλαμο, τοποθετούσαν λίθινες κλίνες σε απομίμηση συμποσιακών, κατάκοσμους θρόνους, μαρμάρινες σαρκοφάγους με τις λάρνακες των οστών των νεκρών. Σε άλλες περιπτώσεις στους τοίχους διαμορφώνονταν κτιστές τράπεζες, θρόνοι και βάθρα, ενώ στους οικογενειακούς τάφους υπήρχαν ειδικές κόγχες-θήκες για την εναπόθεση της τέφρας των νεκρών. Στη Μακεδονία, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, ο τρόπος ταφής ήταν θέμα προσωπικής επιλογής κι οικονομικών δυνατοτήτων. Ο ενταφιασμός χρησιμοποιείτο παράλληλα με τη δαπανηρότερη καύση του σώματος. Η αρχαϊκή μορφή της μακεδονικής κοινωνίας και πολιτείας εξηγεί το μεγάλο μέγεθος των τάφων και τον πλούτο των κτερισμάτων τους, που τους διαφοροποιεί από τους σύγχρονούς τους των υπόλοιπων ελληνικών περιοχών. Ειδικά κατασκευασμένες σαρκοφάγοι και πολύτιμα τεφροδόχα δοχεία δέχονταν τα σώματα και τα καμένα οστά των νεκρών αντίστοιχα. Μέσα στον τάφο τοποθετούσαν αντικείμενα που χρησιμοποιούσε στη ζωή του ο νεκρός: όπλα και συμποσιακά σκεύη για τους άντρες και κοσμήματα για τις γυναίκες. Ειδώλια και λατρευτικά σκεύη ήταν οι προσφορές των οικείων για τη μεταθανάτια ζωή. Σε περίπτωση καύσης τα υπολείμματα των προσφορών έμπαιναν μετά τον ενταφιασμό πάνω από τον τάφο. Ίχνη από τις ενδεχόμενες τελετές που ακολουθούσαν ή επαναλαμβάνονταν σε τακτά διαστήματα προς τιμήν των νεκρών δεν έχουν σωθεί, παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις όπως στους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας. Οι «μακεδονικοί» τάφοι που έχουν αποκαλυφθεί ως τώρα είναι 70 συνολικά. Από αυτούς οι 62 βρίσκονται στην περιοχή της Αρχαίας Μακεδονίας, 6 στη Ν. Ελλάδα και 2 στη Μικρά Ασία. Η γεωγραφική κατανομή δικαιολογεί το χαρακτηρισμό τους ως «μακεδονικών» και βεβαιώνει ότι ανταποκρίνεται σε κοινωνικές δομές και ταφικά έθιμα των Μακεδόνων. Το μεγαλύτερο ποσοστό τους το συναντούμε στο χώρο της «Κάτω Μακεδονίας» (κατά την αρχαία ορολογία), δηλαδή της σημερινής κεντρικής Μακεδονίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι σε δύο κυρίως θέσεις έχουν αποκαλυφθεί ως τώρα οι περισσότεροι και πιο επιβλητικοί «μακεδονικοί» τάφοι: στη Βεργίνα 11 και στα Λευκάδια 7. Στην περιοχή της Πέλλας έχει επισημανθεί μόνον ένας μακεδονικός τάφος ως τώρα, σε απόσταση 7 χλμ. από την πόλη.
Είναι ένας μεγάλος, διθάλαμος μακεδονικός τάφος, που η πρόσοψή του θυμίζει ναό. Ημικίονες και παραστάδες υποβαστάζουν το χαρακτηριστικό δωρικό επιστύλιο και τη ζωφόρο με τα τρίγλυφα και τις μετόπες, όμως πάνω από αυτή δεν βρίσκεται αέτωμα, αλλά μια ασυνήθιστα ψηλή ιωνική ζωφόρος που επιστέφεται από ιωνικό γείσο με δωρικό κυμάτιο και ψευδοσίμη. Η ανάμιξη των ρυθμών, που χαρακτηρίζει γενικά την μακεδονική αρχιτεκτονική εδώ υπαγορεύεται από την ανάγκη να κρυφτεί η καμάρα, χωρίς να ανατραπεί εντελώς η παραδοσιακή ισορροπία των μεγεθών των αρχιτεκτονικών μελών του μνημείου. Η ιωνική ζωφόρος, που με τον όγκο της κυριαρχεί, προσφέρει μια λαμπρή δυνατότητα για διακόσμηση που δεν έμεινε βέβαια ανεκμετάλλευτη, αφού ζωγραφίστηκε με την εξαιρετική τοιχογραφία του βασιλικού κυνηγιού. Αντίθετα με την παραδοσιακή αντίληψη της κλασικής αρχιτεκτονικής, που θέλει τα επιμέρους στοιχεία να δηλώνουν με τη μορφολογία τους τη δομική και λειτουργική τους σκοπιμότητα, εδώ η ιωνική ζωφόρος και το διάζωμα με τα τρίγλυφα και τις μετόπες χρησιμοποιούνται για να κρύψουν την πραγματική μορφή του κτιρίου. Οι ημικίονες, οι πεσσοί, το επιστύλιο και τα γείσα δεν ανταποκρίνονται στην αρχιτεκτονική δομή του μνημείου και σκοπό έχουν η παρουσία τους να δημιουργήσει την εντύπωση γνωστής εικόνας. Ο υπόγειος θάλαμος κρυμμένος ολόγυρα από το χώμα, ορατός μόνο από την πλευρά της εισόδου, απ’ όπου θα γίνει η ταφή, αποκτά πρόσοψη που τον κάνει να μοιάζει αυτό που δεν είναι. Φόρμες γνωστές, αποσπασμένες από την πραγματική τους λειτουργία, επιστρατεύονται: ο τάφος θυμίζει παλάτι και ναό. Μια νέα αρχιτεκτονική αντίληψη που θέλει την πρόσοψη σκηνικό, λίγο αυτόνομο και ανεξάρτητο από το ίδιο το κτίσμα, μια αντίληψη που θα γίνει πολύ δημοφιλής στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, βρίσκει εδώ και στους υπόλοιπους μακεδονικούς τάφους που θα ακολουθήσουν μια από τις πιο πρώιμες διατυπώσεις της. Πραγματικό λειτουργικό στοιχείο απομένει η βαριά μαρμάρινη πόρτα.
Ένας ιδιαίτερα μακρύς κατηφορικός δρόμος οδηγεί στην είσοδο του τάφου, όπου σχηματίζεται ένα μικρό πλάτωμα. Δύο τοίχοι από ωμούς πλίνθους επιχρισμένοι με αδρό κονίαμα συγκρατούσαν στο σημείο αυτό τα χώματα στις πλευρές του σκάμματος του δρόμου και διαμόρφωναν το χώρο που θυμίζει αυλή. Με ωμούς πλίνθους και αδρό κονίαμα είναι κατασκευασμένο και το στηθαίο που βρίσκεται πίσω από την πρόσοψη του τάφου για να συγκρατεί τις επιχώσεις με τα υπολείμματα της νεκρικής πυράς που είχαν καλύψει όλη την καμάρα. Είναι φανερή η προσπάθεια να κρατηθεί καθαρός ο χώρος μπροστά στην είσοδο για τις τελετές που θα γίνονταν στη διάρκεια της ταφής. Όλος ο τάφος κατασκευάστηκε από πωρόλιθο, εκτός από τις δύο πόρτες και τα περίθυρα που είναι μαρμάρινα. Λευκά κονιάματα πολύ καλής ποιότητας που δίνουν την εντύπωση μαρμάρου καλύπτουν την πρόσοψη. Τα τρίγλυφα και οι ταινίες του διαζώματος διατηρούν το λαμπρό βαθυγάλαζο και το ζωηρό κόκκινο χρώμα τους και μας δίνουν μια εντύπωση της πολυχρωμίας των ελληνικών ναών. Κόκκινο και γαλάζιο, γκρι και λευκό έχουν χρησιμοποιηθεί για τη διακόσμηση των κυματίων και για την απόδοση της φωτοσκίαση που δημιουργεί την ψευδαίσθηση του ανάγλυφου. Αντίθετα με την επιμελημένη κατασκευή της πρόσοψης, στο εσωτερικό του τάφου είναι προφανής η προχειρότητα που υπαγορεύτηκε από τη βιασύνη. Οι τοίχοι του θαλάμου είναι σοβατισμένοι πρόχειρα, όμως τα ίχνη που σώθηκαν πάνω στους σοβάδες δείχνουν ότι εδώ θα υπήρχαν πορφυρά υφασμάτινα παραπετάσματα που θα δημιουργούσαν αντάξιο πλαίσιο για τα πλούσια κτερίσματα. Ο προθάλαμος είναι πιο φροντισμένος με καλά κονιάματα στους τοίχους, βαμμένα με σκούρο μπλε, λευκό και ζωηρό κόκκινο χρώμα. Ο τάφος είχε δύο χώρους, τον κυρίως θάλαμο και τον ασυνήθιστα βαθύ προθάλαμο, που στον καθένα τους υπήρχε μία μαρμάρινη θήκη. Στη θήκη του θαλάμου βρισκόταν η χρυσή λάρνακα με τα οστά του νεκρού βασιλιά, ενώ σε εκείνη του προθαλάμου η χρυσή λάρνακα με τα οστά της συζύγου του. Επάνω από τις θήκες ήταν στημένα τα ψηλά, ξύλινα ανάκλιντρα με την πλούσια χρυσελεφάντινη διακόσμηση που διαλύθηκαν και τα υπολείμματα τους βρέθηκαν σκορπισμένα στο δάπεδο. Μπροστά στο ανάκλιντρο του θαλάμου, πάνω σε ξύλινο τραπέζι, ήταν τοποθετημένα τα ασημένια σκεύη για το συμπόσιο, που, όταν έλιωσαν τα ξύλα, κατρακύλησαν προς τα βόρεια, όπου βρέθηκαν και τα χάλκινα σκεύη των ιερών σπονδών, αλλά και τα πήλινα σκεύη που ήταν απαραίτητα για την ταφική τελετουργία. Στην άλλη πλευρά, στη ΝΔ γωνία, είχαν αποθέσει όλη τη χάλκινη οικοσκευή που χρησιμοποιήθηκε για το λουτρό του νεκρού, αλλά και τη λαμπρή χρυσοποίκιλτη πανοπλία του. Η αποκάλυψη το 1977 του μεγάλου ασύλητου μακεδονικού τάφου αποτέλεσε πολύ σημαντικό γεγονός, αφού ο νεκρός του τάφου δεν ήταν άλλος από τον βασιλιά Φίλιππο Β', που είχε δολοφονηθεί στις Αιγές. Ο νεκρός θάφτηκε βιαστικά στο μεγάλο τάφο μαζί με τα πλούσια δώρα του. Πολύτιμα όπλα και ασημένια και χάλκινα σκεύη συνόδευαν το σπουδαίο νεκρό. Από τα ευρήματα στον τάφο του Φιλίππου ξεχωρίζουν η τοιχογραφία με τη σκηνή κυνηγιού, το χρυσό στεφάνι του νεκρού, η χρυσελεφάντινη κλίνη και η χρυσή λάρνακα όπου βρίσκονταν τα οστά του βασιλιά.
Ο κιβωτιόσχημος αυτός τάφος με διαστάσεις 3Χ4,5 μ., χτισμένος με ιδιαίτερη προσοχή από μεγάλους πώρινους γωνιόλιθους, είναι ένα από τα μεγαλύτερα μνημεία του είδους του που έχουν βρεθεί. Παρά το μέγεθός του, το μνημείο δεν έχει πρόσοψη και κανονική είσοδο και εξακολουθούσε να λειτουργεί σαν υπόγεια θήκη, όπου η ταφή έγινε από πάνω. Ο τάφος είχε συληθεί πιθανότατα από τους Γαλάτες που λεηλάτησαν τη βασιλική νεκρόπολη των Αιγών. Η λιγοστή κεραμική που βρέθηκε μέσα σ’ αυτόν δείχνει ότι χρονολογείται γύρω στο 350 π.Χ. Το μνημείο ανήκε σε νεαρή γυναίκα, περίπου 25 ετών, που πρέπει να πέθανε στη γέννα και θάφτηκε εδώ με το βρέφος της. Τα οστά ενός άντρα, που υπήρχαν μέσα στα πεσμένα χώματα, από τον τρόπο και τη θέση που βρέθηκαν, φαίνονται να σχετίζονται με τη μεταγενέστερη τυμβωρυχία, πράγμα όχι ασυνήθιστο στη νεκρόπολη. Η γειτνίαση του τάφου της με εκείνον του Φιλίππου Β' δείχνει ότι η γυναίκα αυτή θα πρέπει να ήταν μια από τις 7 συζύγους του βασιλιά, πιθανότατα η Νικησίπολη από τις Φερές, η μητέρα της Θεσσαλονίκης. Το εσωτερικό του μνημείου είναι εντελώς λιτό, χωρίς αρχιτεκτονική διαμόρφωση. Μια στενή ζωγραφιστή ζωφόρος με λουλούδια, που τα πλαισιώνουν φτερωτές χίμαιρες και γρύπες, περιτρέχει τους τοίχους στη μέση περίπου του ύψους τους. Το κάτω μέρος είναι βαμμένο με το χαρακτηριστικό βαθυκόκκινο χρώμα που θυμίζει αίμα, ενώ το πάνω είναι λευκό.
Στον βόρειο, ανατολικό και νότιο τοίχο αναπτύσσονται οι τοιχογραφίες, ένα από τα δύο σημαντικότερα πρωτότυπα αριστουργήματα της αρχαίας ζωγραφικής που μας σώθηκαν. Επάνω στο ακόμη υγρό, λείο και στιλπνό λευκό κονίαμα της τελικής επιφάνειας ο ζωγράφος χάραξε ένα συνοπτικό προσχέδιο, επιμένοντας πιο πολύ στα πιο σημαντικά σημεία της σύνθεσης. Στη συνέχεια, με γρήγορες, δυνατές και εκφραστικές πινελιές σχεδίασε και ζωγράφισε τις μορφές του, ακολουθώντας και κάποτε αγνοώντας το προσχέδιό του. Με βάση το λευκό, η παλέτα του είχε τα βασικά γαιώδη χρώματα της τετραχρωμίας, χοντροκόκκινο, ώχρες, μαύρο και άσπρο, αλλά και οργανικές λάκες για τα λαμπερά ρόδινα και τα πορφυρά. Τα χρώματα χρησιμοποιούνται καθαρά ή ανάμεικτα, για να προκύψουν οι απαραίτητες για τη φωτοσκίαση και το πλάσιμο των όγκων τονικές διαβαθμίσεις. Στο βόρειο τοίχο του τάφου βρίσκεται το αποκορύφωμα της αφήγησης: Εδώ, στη μέση της εικόνας δεσπόζει το άρμα με τα 4 λευκά άλογα. Ο Πλούτωνας, πιο μεγάλος από όλες τις άλλες μορφές, άρπαξε τη λεία του και πηδάει στο άρμα. Το αριστερό του πόδι πατάει κιόλας σταθερά πάνω στο δίφρο, το δεξί ακουμπάει ακόμη με τις μύτες των δαχτύλων στο έδαφος. Στο δεξί χέρι του σφίγγει το σκήπτρο της εξουσίας και τα γκέμια των αλόγων, που τινάζονται με τα μπροστινά πόδια στον αέρα, αρχίζοντας ήδη τον ξέφρενο καλπασμό τους. Ανάμεσα από τα πόδια του, φυλακισμένη στην αγκαλιά του, ο Πλούτωνας κρατάει σφιχτά τη γυμνή Περσεφόνη που την έχει αρπάξει απ’ το στήθος. Το φουστάνι της γλίστρησε και έπεσε. Έμεινε μόνο το κορδόνι που το κρατούσε στον ώμο της και το πορφυρό της ιμάτιο να κρύβει την ήβη, να γίνεται φόντο για τους μαλακούς γοφούς της και να χάνεται, σμίγοντας με το πορφυρό του ιματίου του Πλούτωνα. Σε μια ύστατη προσπάθεια να ξεφύγει, η Περσεφόνη τινάζεται προς τα πίσω, το σώμα της τεντώνεται για να ξεγλιστρήσει από το μπράτσο του Πλούτωνα. Απόλυτα αδύναμη, απλώνει τα μπράτσα, ικετεύοντας απελπισμένα για τη βοήθεια που δε θα έρθει. Ο άνεμος παίρνει τα μαλλιά της, τα μάτια της βασιλεύουν, το πρόσωπο της γίνεται μάσκα απόγνωσης. Η άρνηση της Περσεφόνης να δεχτεί τη μοίρα της, η επιθυμία της να γαντζωθεί στον κόσμο που αναγκάζεται να αφήσει κι η αποστροφή της για τον Άδη, γίνεται ολοφάνερη μέσα από την κίνηση του σώματός της, που είναι τελείως αντίθετη προς τη δική του και μέσα από την απομάκρυνση των κεφαλιών τους. Με μια εξαιρετικά δυναμική και σχεδιαστικά ιδιαίτερα τολμηρή, ανοιχτή σύνθεση, που στηρίζεται στην ένταση, αλλά και στην ισορροπία που παράγουν δύο διαγώνιες που διασταυρώνονται, ένα εύρημα που μάλλον αυτός εισάγει στην παραδοσιακή εικονογραφία της Αρπαγής, ο καλλιτέχνης κατορθώνει να αποδώσει όλη τη δραματική ένταση της αντιπαράθεσης του κυνηγού με το θήραμα, του αρσενικού με το θηλυκό, της ζωής με το θάνατο. Τη δραματικότητα και το πάθος που συμπυκνώνεται σε αυτό το σημείο της παράστασης υπογραμμίζει έντεχνα η χρήση μόνον εδώ του δυνατού και πλούσιου χρώματος με τα λαμπερά πορφυρά στα ιμάτια των θεών και το βαθύ κόκκινο στο άρμα, ενώ η αίσθηση της κίνησης και του βάθους τονίζεται με την πλάγια προοπτική απόδοση των τροχών που εξισορροπούν σχεδιαστικά το δυναμικό σχήμα του δίφρου και της διαγωνίου του σκήπτρου. Πίσω από το άρμα, στην ανατολική γωνία της εικόνας, μισογονατισμένη στο χώμα, μια φίλη της Περσεφόνης παρακολουθεί το δράμα, πετρωμένη από φόβο. Το φόρεμά της γλίστρησε και το στήθος της είναι γυμνό, όμως το χρυσοκάστανο ιμάτιο της με τη φαρδιά μενεξελιά μπορντούρα την τυλίγει ακόμα, σχηματίζοντας ένα στεφάνι, μέσα στο οποίο προβάλλεται το λευκό της δέρμα. Λυγισμένη στα δύο σηκώνει το χέρι να φυλαχτεί, μοιάζει να θέλει να φύγει και να μη μπορεί, ακούσιος μάρτυρας του αποτρόπαιου. Τα μάτια της σχεδιασμένα εντελώς λιτά, δυο γραμμές και μια βουλίτσα όλο κι όλο και όμως καταφέρνουν να εκφράσουν απόλυτα τον άφατο τρόμο. Σαν μορφολογική αντίθεση στην παθητικότητα της φίλης της Περσεφόνης, που με τρόμο αποδέχεται το μοιραίο, στην άλλη μεριά της παράστασης εμφανίζεται ο Ερμής. Με το κηρύκειο στο χέρι, το μόνο παραδοσιακό και αναγνωρίσιμο σύμβολο της παράστασης, ο ψυχοπομπός γίνεται εδώ νυμφοπομπός σκοτεινού γάμου και τρέχοντας, σχεδόν πετώντας στις μύτες των ποδιών του, οδηγεί το άρμα στη δύση, στη χώρα των νεκρών. Αντί για τις δάδες του Υμεναίου, το γάμο φωτίζει η τρομερή λάμψη του κεραυνού που αστράφτει μπροστά απ’ τον Ερμή. Στην ανατολική πλευρά του τάφου, στη μεριά όπου φαίνεται να στρέφεται ζητώντας βοήθεια η Περσεφόνη, βρίσκεται μια βαριά, κάπως ώριμη γυναικεία φιγούρα που καθισμένη σ’ ένα βράχο, ολομόναχη και στραμμένη προς τη σκηνή της αρπαγής, μοιάζει να παρακολουθεί σκεπτική τον αθέλητο γάμο. Μια μορφή γκρίζα, που συνεχίζει ουσιαστικά το σχήμα του βράχου, τυλιγμένη εντελώς στο ιμάτιό της, απομονωμένη στο πένθος της, αγέλαστη πέτρα η ίδια, δεν μπορεί να είναι άλλη από τη Δήμητρα, τη μάνα που δεν μπόρεσε να αποτρέψει τη μοίρα του παιδιού της.
Μορφολογικά συγγενείς, αλλά διαφορετικές από αυτήν ως προς το ήθος, εμφανίζονται οι 3 γυναικείες μορφές που βρίσκονται στο νότιο τοίχο από τις οποίες η μεσαία έχει σχεδόν εντελώς εξαφανιστεί. Ο Μ. Ανδρόνικος συσχέτισε εύστοχα τις μορφές αυτές με τις 3 Μοίρες. Αν αυτή η σκέψη είναι σωστή, τότε μπορούμε να αναγνωρίσουμε με τη σειρά από τα ανατολικά προς τα δυτικά στην πρώτη, την Κλωθώ, αυτή που γνέθει το νήμα της ζωής, στη μεσαία τη Λάχεση, αυτή που τραβάει τον κλήρο και στην τρίτη, την Άτροπο, αυτή που ορίζει το θάνατο, την πιο επικίνδυνη και πιο δυσάρεστη από τις τρεις. Η παρουσία των Μοιρών που απεικονίζουν την έννοια του αδήριτου πεπρωμένου μέσα σ’ έναν τάφο μαζί με την εξιστόρηση του μύθου της Αρπαγής, έχει εννοιολογική συνέπεια και, ακόμη και αν είναι μοναδική ή σπάνια, δεν αποτελεί ουσιαστικά ανατροπή της παράδοσης. Ο καλλιτέχνης, που δεν αποκλείεται καθόλου να είναι ο Νικόμαχος, ένας ζωγράφος περίφημος στην αρχαιότητα για μια εικόνα του με την αρπαγή της Περσεφόνης, αποδεικνύεται πραγματικά ριζοσπαστικός και ανατρεπτικός στο τρόπο που χειρίστηκε το κεντρικό του θέμα.
Όπως δείχνει η κεραμική που βρέθηκε, 30 περίπου χρόνια μετά την ταφή του Φιλίππου, δίπλα στον τάφο του κατασκευάσθηκε ένας άλλος μικρότερος για να δεχτεί τα οστά ενός άλλου μέλους της βασιλικής οικογένειας, ενός νεαρού έφηβου 13-15 χρονών. Αν κι ο νεκρός είχε καεί, πουθενά δε βρέθηκαν ίχνη από την ταφική πυρά, γεγονός που δείχνει ότι πρέπει να πέθανε και να αποτεφρώθηκε κάπου αλλού και τα οστά του να μεταφέρθηκαν στη συνέχεια στις Αιγές, όπου και θάφτηκαν στον βασιλικό τύμβο. Τα στοιχεία αυτά οδηγούν στην ταύτιση του νεαρού νεκρού με τον Αλέξανδρο Δ', το γιο του Μ. Αλέξανδρου και της Ρωξάνης, που ενώ ήταν αιχμάλωτος στην Αμφίπολη δολοφονήθηκε μαζί με τη μητέρα του από τον Κάσσανδρο για να ικανοποιήσει τη φιλοδοξία του ο σφετεριστής του θρόνου. Προφανώς ο δολοφόνος, για να διασκεδάσει τις υποψίες των Μακεδόνων, έφερε, όπως όριζε το έθιμο, τον τελευταίο των Τημενιδών και τον έθαψε με τιμές στην πόλη που στάθηκε το λίκνο της γενιάς του. Ο τάφος του αδικοχαμένου εφήβου είναι διθάλαμος και μοιάζει πολύ μ’ εκείνον του ένδοξου προγόνου του, αν κι έχει πιο απλή πρόσοψη, επειδή λείπουν οι ημικίονες. Η μαρμάρινη πόρτα πλαισιώνεται από δύο παραστάδες, που στηρίζουν το δωρικό επιστύλιο και τη χαρακτηριστική δωρική ζωφόρο με τα βαθυγάλαζα τρίγλυφα και τις λευκές ακόσμητες μετόπες. Πάνω απ’ αυτήν υπάρχει κι εδώ, όπως στον τάφο του Φιλίππου, αντί για αέτωμα μια ιωνική ζωφόρος που κρύβει την καμάρα. Ένα ιωνικό γείσο διακοσμημένο με ζωγραφισμένα κυμάτια και μικρά εξάρματα σε κανονικές αποστάσεις που μιμούνται ακροκεράμους, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση στέγης, επιστέφει τη ζωφόρο και ολοκληρώνει την πρόσοψη του μνημείου.
Στα ΝΑ του τάφου του Φιλίππου, δίπλα στον «τάφο της Περσεφόνης» βρέθηκαν τα θεμέλια και τμήματα της μαρμάρινης ανωδομής ενός μικρού, ίσως ναόσχημου, κτιρίου αφιερωμένου στη λατρεία των επιφανών μελών της βασιλικής οικογένειας. Το «Ηρώον» κατασκευάστηκε λίγο μετά τον τάφο του Φιλίππου έξω από τον αρχικό τύμβο των τάφων. Στέγαζε ίσως και το λατρευτικό άγαλμα του Φιλίππου που είχε παρουσιαστεί στο θέατρο των Αιγών μαζί με αυτά των δώδεκα θεών κατά τη διάρκεια της τελετής των γάμων της κόρης του Φιλίππου Κλεοπάτρας, όταν δολοφονήθηκε εκεί ο Φίλιππος (336 π.Χ.). Φαίνεται ότι το οικοδόμημα καταστράφηκε όταν συλήθηκε και ο «τάφος της Περσεφόνης» από τους Γαλάτες μισθοφόρους του Πύρρου το 274/3 π.Χ. Βόρεια του ανακτόρου προς την πεδιάδα, στις παρυφές της αρχαίας πόλης των Αιγών και κοντά στα ακραία σπίτια του χωριού της Βεργίνας έχουν αποκαλυφθεί δύο μνημειώδεις μακεδονικοί τάφοι: ο λεγόμενος «τάφος του Ρωμαίου» ιωνικός, ναόσχημος, των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ., και ο «τάφος της Ευρυδίκης», που πιθανότατα ανήκει στη μητέρα του Φιλίππου Β' και χρονολογείται γύρω στο 340 π.Χ. Επίσης, τρεις κιβωτιόσχημοι του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. και 4 λακκοειδείς της Υστεροαρχαϊκής εποχής. Ο κατασκευασμένος από πωρόλιθο διθάλαμος «τάφος του Ρωμαίου» οφείλει τη συμβατική ονομασία του στον ανασκαφέα του καθηγητή Κ. Ρωμαίο. Η πρόσοψή του διαμορφώνεται από μια δίφυλλη μαρμάρινη θύρα και τέσσερις ιωνικούς ημικίονες που συγκρατούν διταινιωτό επιστύλιο, κοσμοφόρο και λιτό τριγωνικό αέτωμα. Σε αντίθεση με το διακοσμημένο προθάλαμο, στο λιτό νεκρικό θάλαμο δεσπόζει, εκτός από την πώρινη κλίνη για την εναπόθεση του νεκρού, ο πλούσια καλλιτεχνημένος μαρμάρινος θρόνος και το ξεχωριστό υποπόδιό του με τις ολόγλυφες σφίγγες και το γραπτό διάκοσμο.
Λίγο ανατολικότερα από τον "τάφο του Ρωμαίου" βρίσκεται ο ιδιόμορφος μακεδονικός "τάφος της Ευρυδίκης". Το διθάλαμο καμαροσκέπαστο κτίσμα, του οποίου η πρόσοψη δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί, είναι επιχρισμένο με υπόλευκο κονίαμα. Μια ψευδοθύρα και δύο ψευδοπαράθυρα πλαισιωμένα από τέσσερις ιωνικούς ημικίονες που στηρίζουν ιωνικό τριταινιωτό επιστύλιο και διακοσμημένη με λευκά ανθέμια ζωφόρο, διαμορφώνουν τη στενή πλευρά του θαλάμου σε ψευδοπρόσοψη. Μοναδικό εύρημα αποτελεί ο μαρμάρινος θρόνος με τον πλούσιο γραπτό και γλυπτό διάκοσμο όπου ξεχωρίζει στο ερεισίνωτό του η επιβλητική παράσταση τεθρίππου με τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη. Ο πλούτος του συλημένου στην αρχαιότητα τάφου προδίδει βασιλική ταφή που βάσει των χρονολογικών δεδομένων αποδίδεται στη μητέρα του Φιλίππου Ευρυδίκη, της οποίας ενεπίγραφα αναθήματα έχουν βρεθεί στο ιερό της Εύκλειας στις Αιγές.
Στα ανατολικά του χωριού της Βεργίνας εκτείνεται το προϊστορικό νεκροταφείο. Χρησιμοποιήθηκε από την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (1000-700 π.Χ.) ως και τους ελληνιστικούς χρόνους (ως το 2ο αιώνα π.Χ.). Πρόκειται για ένα εκτεταμένο νεκροταφείο (με έκταση περίπου 1.000 στρ.), που αποτελείται από πάνω από 300 χωμάτινους χαμηλούς τύμβους που καλύπτουν συστάδες τάφων με πλούσια κτερίσματα. Στους προϊστορικούς τύμβους οι ταφές γίνονταν κατευθείαν στο έδαφος ακτινωτά διατεταγμένες μέσα σε παραλληλόγραμμα σκάμματα: οι ανδρικές είχαν ως κτερίσματα όπλα ενώ οι γυναικείες πλούσια κοσμήματα και πολλά αγγεία. Πιθανόν οι συστάδες των τύμβων να ανήκαν σε διαφορετικά γένη, ενώ κάθε τύμβος χρησιμοποιούνταν από συγκεκριμένη οικογένεια. Στις ανδρικές και τις γυναικείες ταφές της πρώιμης φάσης του (1000-700 π.Χ.) διατηρούνται τα υλικά κατάλοιπα και τα ταφικά έθιμα μιας ακμαίας κοινωνίας που συνήθιζε να συνοδεύει τους νεκρούς της με σιδερένια όπλα ή βαριά χάλκινα κοσμήματα και λιγοστά ντόπια, κυρίως, αγγεία. Στα αρχαϊκά χρόνια (7ος-6ος αιώνα π.Χ.), η έναρξη των οποίων συμπίπτει με την περίοδο ίδρυσης της πόλης των Αιγών, έχουμε πλούσιες ταφές όμοιες στα κτερίσματά τους με ανάλογα ευρήματα από τη Σίνδο και την Αιανή. Στα κλασικά χρόνια (5ος-4ος αιώνα π.Χ.) κυριαρχούν οι ενεπίγραφες επιτύμβιες στήλες, που βεβαιώνουν με σαφήνεια για το γλωσσικό ιδίωμα των αρχαίων Μακεδόνων, και οι κιβωτιόσχημοι τάφοι.
Τμήμα του ενιαίου αρχιτεκτονικού συνόλου των ανακτόρων το θέατρο, βρίσκεται μόλις 60 μ. στα βόρειά τους. Λίθινα ήταν μόνο η πρώτη σειρά των εδωλίων, τα αποχετευτικά ρείθρα, οι τοίχοι των παρόδων και τα θεμέλια της σκηνής, ενώ πάνω στην ομαλή κατωφέρεια διαμορφωνόταν το κοίλο από ξύλινα εδώλια και οκτώ λιθόστρωτους διαδρόμους. Στο χώρο του θεάτρου, που κατασκευάστηκε στο β' μισό του 4ου αιώνα και χρησιμοποιήθηκε ως το β' τέταρτο του 2ου αιώνα π.Χ., παρουσιάστηκαν οι Βάκχες του Ευριπίδη. Το 336 π.Χ., εκεί δολοφονήθηκε ο Φίλιππος Β' στη διάρκεια των γάμων της κόρης του Κλεοπάτρας με το βασιλιά της Ηπείρου Αλέξανδρο. Λίγο χαμηλότερα από το θέατρο ανασκάπτεται τμήμα της αγοράς των Αιγών. Λίγο ανατολικότερα από την αγορά, το ιερό της μητέρας των θεών έχει δώσει πολύ σημαντικά στοιχεία για τη λαϊκή λατρεία της Κυβέλης, στην παλιά πρωτεύουσα των αρχαίων Μακεδόνων, ενώ χαμηλότερα δημόσια οικοδομήματα των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, πολύ κατεστραμμένα ήδη από τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. βεβαιώνουν για την εκτεταμένη καταστροφή των Αιγών μετά την ήττα του Περσέα από τους Ρωμαίους στην Πύδνα, το 168 π.Χ. Δίπλα ακριβώς στο ανάκτορο των Αιγών, εφαπτόμενα στη δυτική πλευρά του, ανακαλύφθηκαν τα θεμέλια ενός μεγάλου οικοδομήματος. Το κτίριο αποτελείται από μία μεγάλη κεντρική αυλή με περιστύλιο και δωμάτια που ανοίγονται στη βόρεια και στη δυτική πλευρά. Οι πολλές επεμβάσεις που δέχτηκε το κτίσμα και τα λιγοστά ερείπια που έφτασαν ως τις μέρες μας δεν επιτρέπουν την ακριβή χρονολόγηση. Οι επιστήμονες πιστεύουν σήμερα ότι πρόκειται για το παλιό ανάκτορο της πόλης που διατηρήθηκε από τους βασιλείς σε ένδειξη σεβασμού προς το παρελθόν τους. Σε απόσταση περίπου 80 μ. βόρεια του θεάτρου, αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια προδρόμου και σηκού του μικρού ναού της Εύκλειας του 4ου και 3ου αιώνα π.Χ. και μνημειακό περιστήλιο. Στο σηκό βρέθηκαν δύο βάσεις αγαλμάτων κι υποδοχές τράπεζας προσφορών. Γύρω από το ναό υπάρχουν επίσης βάσεις αναθηματικών αγαλμάτων, δύο από τις οποίες φέρουν το όνομα της βασίλισσας Ευρυδίκης, της γυναίκας του Αμύντα Γ', μητέρας του Φιλίππου Β', και γιαγιάς του Αλέξανδρου, της οποίας έχει ανακαλυφθεί και άγαλμα.
Κοντά στο θέατρο έχει αποκαλυφθεί κτίσμα δύο χώρων (προφανώς χώροι μύησης των πιστών) με εστίες, βόθρους, βωμούς και οπές χοών. Στα κτίσματα που έχουν ερευνηθεί ως τώρα και είναι κατασκευασμένα με ευτελή υλικά, βρέθηκαν αναθήματα, πήλινα λατρευτικά αντικείμενα και κεφάλι από πήλινο άγαλμα της θεάς. Μία ομάδα τεσσάρων μακεδονικών τάφων έχει ανασκαφεί σε μικρή απόσταση δυτικά του χωριού Παλατίτσια. Πρόκειται για τον «τάφο του Heuzey» και τους τρεις τάφους στο αγροτεμάχιο των αδελφών Μπέλλα.
Ο «τάφος του Ηeuzey» που χρονολογείται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., αποτελεί ένα από τα πρωιμότερα παραδείγματα μακεδονικών τάφων. Την ενιαία επιφάνεια της πρόσοψης κοσμούσε ιωνικό επιστύλιο που στηριζόταν σε δύο διακοσμητικά επίκρανα. Οι παραστάδες και το υπέρθυρο του θυραίου ανοίγματος ήταν μαρμάρινα (από το ίδιο υλικό είχαν κατασκευαστεί και τα δύο φύλλα της εξωτερικής θύρας που φυλάσσονται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου). Οι εσωτερικοί τοίχοι του διθάλαμου καμαροσκέπαστου τάφου έφεραν χρωματιστά κονιάματα και στο θάλαμο υπήρχαν δύο χτιστές κλίνες από πωρόλιθο με έγχρωμη γραπτή διακόσμηση. Στο κτήμα των αδελφών Μπέλλα ανακαλύφθηκαν τρεις συλημένοι μακεδονικοί τάφοι καλυμμένοι με χαμηλό τύμβο. Τα τρία αυτά μνημεία που χρονολογούνται στον 3ο αιώνα π.Χ., σχηματίζουν ένα πολύτιμο σύνολο στη σειρά των μνημειακών μακεδονικών τάφων. Ο μεγαλύτερος, ο διθάλαμος Τάφος α, διαθέτει χτιστό δρόμο και αρχιτεκτονικά διαμορφωμένη πρόσοψη. Ιδιορρυθμία αποτελεί η στέγαση του προθαλάμου με οριζόντια οροφή και πολύτιμο εύρημα είναι η λίθινη κλίνη-σαρκοφάγος του θαλάμου. Η επιμέλεια στην κατασκευή χαρακτηρίζει το μονοθάλαμο Τάφο β, που έχει λιτή πρόσοψη και μαρμάρινο θρόνο στο εσωτερικό. Την πρόσοψη κοσμεί τρίμορφη γραπτή παράσταση. Μόνο ένα μικρό αέτωμα διαμορφώνεται στην πρόσοψη του μικρού και λιτού Τάφου γ, που διαθέτει μία τεράστια σαρκοφάγο στο εσωτερικό του.
Η ακρόπολη βρίσκεται στα νότια του οικισμού σε έναν αρκετά απόκρημνο λόφο. Το εντυπωσιακό τείχος, που ενίσχυε τη φυσικά οχυρή θέση της αρχαίας πόλης, εκτείνεται και προς τα ανατολικά. Η αρχαία πόλη ήταν χτισμένη σε πλατώματα, ακολουθώντας την έντονη φυσική κλίση του εδάφους. Από την Ακρόπολη έχουν ανασκαφεί τμήματα του περιβόλου και του εσωτερικού (οικίες της ελληνιστικής εποχής). Η οχύρωση των Αιγών χρονολογείται στα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια (τέλος 4ου αρχές 3ου αιώνα π.Χ.).
Για την προστασία των βασιλικών τάφων στη Μεγάλη Τούμπα, κατασκευάστηκε το 1993 υπόγειο κτίριο που προστατεύει τα μνημεία. Το κτίριο αυτό σκεπάστηκε με χώμα έτσι ώστε το στέγαστρο εξωτερικά να έχει τη μορφή που είχε η Μεγάλη χωμάτινη Τούμπα πριν από τις ανασκαφές του Μανώλη Ανδρόνικου και της ομάδας του, ενώ στο υπόγειο εσωτερικό του κτίσμα εκτίθενται από το Νοέμβριο του 1997 οι θησαυροί που βρέθηκαν μέσα στους βασιλικούς τάφους και φυσικά οι ίδιοι οι βασιλικοί τάφοι στις θέσεις όπου ήταν εξαρχής. Στην ομάδα αυτή περιλαμβάνονται τρεις Μακεδονικοί τάφοι: ο ασύλητος «τάφος του Φιλίππου Β'» με την τοιχογραφία της σκηνής κυνηγιού σε δάσος, στον προθάλαμο του οποίου βρίσκεται και η λάρνακα με τα οστά της τελευταίας συζύγου του. Ένας κιβωτιόσχημος οικογενειακός τάφος, επονομαζόμενος και «Τάφος της Περσεφόνης», με τη μεγάλη τοιχογραφία της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα στους τοίχους, που ανήκε σε άγνωστη γυναίκα και βρέθηκε συλημένος. Αυτή η τοιχογραφία, όπως και η άλλη που βρέθηκε στο τάφο του Φιλίππου, είναι τα μοναδικά έργα μεγάλων ζωγράφων που έχουν διασωθεί από την αρχαία ελληνική ζωγραφική. Ένας ασύλητος τάφος, ο λεγόμενος «τάφος του Πρίγκιπα», ενός νεαρού πρίγκιπα 13-15 ετών, που ίσως να ήταν ο Αλέξανδρος Δ', εγγονός του Φιλίππου B' και γιος του Μ. Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης. Τέλος στον ίδιο χώρο βρίσκεται ο λεγόμενος «Τάφος με τους ελεύθερους κίονες», ένας γκρεμισμένος και συλημένος Μακεδονικός τάφος του 3ου π.Χ. αιώνα, και το λεγόμενο «Ηρώον», τόπος λατρείας των νεκρών βασιλικών μελών. Μερικά από τα πιο σημαντικά ευρήματα που εκτίθενται στο χώρο είναι οι δύο χρυσές λάρνακες που περιείχαν η μία τα οστά του Φιλίππου Β' και η άλλη τα οστά μιας από τις συζύγους του βασιλιά, καθώς και τα χρυσά στεφάνια βελανιδιάς και μυρτιάς που φορούσαν οι νεκροί. Στον ίδιο χώρο βρίσκεται και το σπάνιο πορφυρό χρυσοκέντητο ύφασμα που τύλιγε τα οστά της βασιλικής συζύγου μαζί με το μοναδικής τέχνης διάδημά της, οι δύο χρυσελεφάντινες κλίνες συμποσίων, τα όπλα και η πανοπλία του Φιλίππου Β', τα πολύτιμα σκευή συμποσίων των βασιλικών μελών και η ασημένια τεφροδόχος του «Πρίγκιπα».
 (από την ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

"Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ" του Ιάκωβου Καμπανέλλη

Ο ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, των Λαχανά Μαρίας και Σύζινου Ερασμίας

Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΠΕΛΛΟΥ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, της Άλκηστης Μισούλη