Ο ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, των Λαχανά Μαρίας και Σύζινου Ερασμίας

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ
Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες λαϊκούς συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές του 20ού αιώνα, του οποίου τραγούδια ακούγονται μέχρι και σήμερα. Ήταν μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού. Ο Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου 1915 από Ηπειρώτες γονείς. Από μικρή ηλικία έδειξε ενδιαφέρον για τη μουσική και έμαθε μαντολίνο, βιολί και μπουζούκι.Οι πρώτες του επιρροές ήταν τα τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου και του Μάρκου Βαμβακάρη. Καθοριστική ήταν η γνωριμία του με τον σπουδαίο - αλλά αδικημένο από την Ιστορία - τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στην Odeon, όπου ηχογράφησε τα πρώτα του τραγούδια.
Επί δικτατορίας Μεταξά με τα ρεμπέτικα να μπαίνουν στο περιθώριο, ο Τσιτσάνης απαντά με το μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά μελωδικά στοιχεία κι έτσι προσεγγίζει τις ευρύτερες μάζες. Τον Μάρτιο του 1938 υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνούσε στην ώρα του, γεγονός που εξόργιζε τους διοικητές του. Περνούσε πολλές μέρες στο πειθαρχείο, όπου έγραψε ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του, την «Αρχόντισσα». Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, έμεινε στη Θεσσαλονίκη, όπου, για ένα μεγάλο διάστημα, είχε δικό του μαγαζί, το «Ουζερί ο Τσιτσάνης», το οποίο έγινε διάσημο. Εκεί, έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, τα οποία ηχογραφήθηκαν μετά τη λήξη του πολέμου. Μερικές από τις νέες φωνές που έφερε στο προσκήνιο και δέθηκαν μαζί του ήταν η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Ακόμα, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας.
Το φθινόπωρο του 1936 ο Τσιτσάνης ήρθε στην Αθήνα με κύριο σκοπό να σπουδάσει στη Νομική, αλλά γρήγορα τον κέρδισε η μουσική. Οι πρώτες του επιρροές είναι τα τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου και του Μάρκου Βαμβακάρη. Η πρώτη του εμφάνιση έγινε στο μαγαζί «Μπιζέλια». Σύντομα γνώρισε τον Δημήτρη Περδικόπουλο, που τον πήγε στην Odeon, όπου ηχογράφησε τα πρώτα του τραγούδια. Το «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» είναι η πρώτη ηχογράφηση του Τσιτσάνη. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο Τσιτσάνης έμεινε στη Θεσσαλονίκη, όπου για ένα διάστημα τεσσάρων ετών (1942-1946) είχε δικό του μαγαζί, το 'Ουζερί ο Τσιτσάνης' στην οδό Παύλου Μελά 22[1], που έγινε διάσημο. Εκεί έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, τα οποία ηχογραφήθηκαν μετά τη λήξη του πολέμου, όπως την "Συννεφιασμένη Κυριακή". Ιδιαίτερα δεμένος με την περιοχή του σημερινού Δήμου Θερμαϊκού ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης. Το τραγούδι του Μπαξέ Τσιφλίκι το εμπνεύσθηκε τις πολλές φορές που επισκέπτονταν τους Νέους Επιβάτες, τα μαύρα χρόνια της Κατοχής, ενώ αρκετό διάστημα διέμεινε και στην Επανομή, όπου έγραψε και δύο άγνωστους στο ευρύ κοινό ύμνους για την Εθνική Αντίσταση και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ! Τα χρόνια 1938-1945 που ο μεγάλος συνθέτης και τραγουδιστής έζησε στη Θεσσαλονίκη, ήταν τακτικός επισκέπτης των Ν. Επιβατών, όπου με το μπουζούκι του συνόδευε γιορτές (γάμους, βαπτίσεις και πανηγύρια). Κι εκεί, έγραψε το τραγούδι Μπαξέ Τσιφλίκι: Πάμε τσάρκα πέρα στο Μπαξέ-Τσιφλίκι, κούκλα μου γλυκιά απ’ τη Θεσσαλονίκη… Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια του ελληνικού ρεπερτορίου. Αναπόσπαστο κομμάτι των λαϊκών πάλκων και κέντρων διασκεδάσεως μέχρι και σήμερα. Δύσκολα θα βρεθεί καλλιτέχνης, από τους πολύ γνωστούς έως τους απλούς τραγουδιστές σε ταβέρνες, που δεν έχει πει το Μπαξέ Τσιφλίκι. Ένα γρήγορο χασαποσέρβικο με τον τόνο και τη στιχουργική μαγεία του Βασίλη Τσιτσάνη. Ο Τσιτσάνης, που από την ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Τρίκαλα, είχε εγκατασταθεί από τα τέλη του 1936 στην Αθήνα, όταν στρατεύθηκε το Μάρτιο του 1938, στάλθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στη Θεσσαλονίκη. Στο Τάγμα Τηλεγραφητών, που ήταν στην περιοχή του Ντεπό, ο καλλιτέχνης συνέθεσε πολλά τραγούδια του που έγιναν επιτυχίες, κάποια μάλιστα από αυτά, στο πειθαρχείο της μονάδας, δεδομένου ότι συχνά παραβίαζε τις άδειες που έπαιρνε. Στη μονάδα αυτή, θα υπηρετήσουν μαζί και θα δεθούν με φιλία ο Τσιτσάνης με τον Χαρίλαο Φλωράκη. Οι δύο στρατιώτες θα ξανασυναντηθούν το 1940 στο Τάγμα Μηχανικών στα Γιαννιτσά, πριν αναχωρήσουν για το μέτωπο. Μιλώντας αργότερα για εκείνη τη γνωριμία, ο μετέπειτα γενικός γραμματέας του ΚΚΕ, θα πει: «Όταν πήγα εγώ στο Τάγμα, ο Τσιτσάνης ήταν ήδη γνωστός και αγαπητός στους φαντάρους. Συχνά τα βράδια μετά το προσκλητήριο πηδούσε τα συρματοπλέγματα με κάποιον άλλο και πήγαιναν στις ταβέρνες που ήταν γύρω από το στρατόπεδο και δούλευαν μέχρι αργά το βράδυ. Με τον ίδιο τρόπο ξαναγύριζαν και ούτε γάτος ούτε ζημιά. Κάποια φορά, όμως, ο επιλοχίας του έστησε καρτέρι και τον έπιασε στα πράσα, που πηδούσε το φράχτη. Την άλλη μέρα το πρωί στην αναφορά τον ρωτάει ο λοχαγός: «Τι γύρευες στα σύρματα τέτοια ώρα, Τσιτσάνη;». Κι αυτός με χιούμορ και ετοιμόλογος του απαντά: «Ασυρματιστής δεν είμαι κυρ λοχαγέ; Πήγα να τα επιθεωρήσω, να δω αν είναι εντάξει». Με την κατάρρευση του μετώπου και την είσοδο των Γερμανών, ο Τσιτσάνης εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη, όπου θα γνωρίσει και τη γυναίκα του, τη Ζωή, το γένος Σαμαρά, που την παντρεύτηκε το 1942. Γρήγορα γίνεται περιζήτητος από τις ταβέρνες που λειτουργούσαν στην κατεχόμενη πόλη. Στο Καραμπουρνάκι, στου Μπαρμπαλιά, στα περίφημα Κούτσουρα του Δαλαμάγκα, που βρισκόταν στην οδό Νικηφόρου Φωκά, μέχρι που άνοιξε το δικό του μαγαζί, στην οδό Παύλου Μελά 21 το ιστορικό «Ουζερί Τσιτσάνη». Όπως θα πει ο ίδιος ο βάρδος της ρεμπέτικης μουσικής, «η Κατοχή είναι η πιο συγκλονιστική περίοδος του λαϊκού τραγουδιού και αυτή, όπως φαίνεται πια καθαρά κάθε μέρα, “σημάδεψε” και την καριέρα μου και την ιστορία της λαϊκής μουσικής». Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής 1941-1944, στη Θεσσαλονίκη, συνέθεσε περίπου τριάντα τραγούδια, που θεωρούνται τα μεγάλα αριστουργήματά του και αποτελούν το απόγειο της δημιουργίας του, όπως για παράδειγμα το Χατζή Μπαξές, η Αθηναίισα, οι Αραπίνες, η Αχάριστη, ο Ζητιάνος, η Συννεφιασμένη Κυριακή κ.ά.
Ένα αντάρτικο τραγούδι του Τσιτσάνη έλεγε στο τέλος: Πέρασαν, έφυγαν οι χρόνοι της σαπίλας, Στραγγαλιστές του λαού, Καταφρόνια και σκλαβιά, Μαστιγώματα, κελιά, Ξερονήσια του διαβόλου Μεταξά. Σίδερα σπάστε κι αφήστε Το αίμα να ξεχυθεί. Λευτεριά τώρα ας τρέχει στη γη Κι όλους μας ας οδηγεί.
Το 1946 επέστρεψε στην Αθήνα και άρχισε να ηχογραφεί ξανα. Δίπλα του έγιναν ευρέως γνωστές τραγουδιστές όπως η Σωτηρία Μπέλλου, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, η Μαρίκα Νίνου, όπως και ο τραγουδιστής Πρόδρομος Τσαουσάκης. Τα επόμενα χρόνια ο Τσιτσάνης γνώρισε ευρύτατη αποδοχή. Ειδικά μετά την πτώση της Χούντας είχε ξεκινήσει και συναυλίες σε στάδια και ανοιχτούς χώρους, κάτι που συνέβαινε πρώτη φορά για λαϊκά τραγούδια. Η τελευταία του δημόσια εμφάνιση σε ανοιχτό χώρο ήταν σε τιμητική εκδήλωση του Δήμου Νίκαιας, σε συνεργασία του δημάρχου Στέλιου Λογοθέτη με τον Μίκη Θεοδωράκη για τη διοργάνωση του πρώτου πολιτιστικού καλοκαιριού στην Ελλάδα.
Είναι ο καλλιτέχνης που έκανε το ρεμπέτικο τέχνη και προχώρησε σε συνειδητή ρήξη με την παράδοση. Είναι ο μουσικός που εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με νέα ηχοχρώματα προσθέτοντας το πιάνο κι επιβάλλοντας το ακορντεόν ως όργανο της κομπανίας. Καινοτόμησε στο στίχο με την απομάκρυνσή του από παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου και της ομοιοκαταληξίας και γενίκευσε το ρόλο του ρεφρέν. Ο Βασίλης Τσιτσάνης αποτέλεσε ίσως τη σημαντικότερη φυσιογνωμία του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού του 20ου αιώνα. Εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του (18 Ιανουαρίου 1915),εξακολουθεί να συναρπάζει παλιού και νεότερους παραμένοντας διαχρονικός και επίκαιρος όπως οι μεγάλοι της τέχνης. Πέθανε στις 18 Ιανουαρίου 1984 από καρκίνο στο Λονδίνο και κηδεύτηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Κατά τον μουσικολόγο Λάμπρο Λιάβα, ο Τσιτσάνης, «έβγαλε το λαϊκό τραγούδι από τα όρια του περιθωρίου, όπου το είχαν τάξει τα αντικοινωνικά και ανατολίτικα στοιχεία του, για να το εντάξει στην καινούργια κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδος. Καθιέρωσε νέο ύφος παιξίματος και τραγουδιού με τον εξευρωπαϊσμό-συγκερασμό των κλιμάκων, αρμονίες με δεύτερες και τρίτες φωνές, εμπλουτισμένη ενορχήστρωση και καινοτομίες στην ποιητική δομή, όπου για πρώτη φορά το λαϊκό τραγούδι απoμακρύνθηκε από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου επισημοποιώντας τον ρόλο του ρεφρέν».
Κάποια από τα γνωστά του τραγούδια ειναι: 1) Δε ρωτώ ποιά είσαι 2) Αργοσβήνεις μόνη 3) Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα 4) Μη μου ξαναφύγεις πια 5) Ακρογιαλιές δειλινά 6) Χωρίσαμε ένα δειλινό 7) Πέφτεις σε λάθη 8) Συννεφιασμένη Κυριακή 9) Μπαξέ Τσιφλίκι 10) Απόψε στις ακρογιαλιές
https://www.youtube.com/watch?v=p0eEI-txnIA&list=PLb8X-mhB4AD_nzYBThX4MnMzehhA47j_I&index=67
16/12/2016 Λαχανά Μαρία, λγ2 Σύζινου Ερασμία, λγ2

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

"Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ" του Ιάκωβου Καμπανέλλη

Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΠΕΛΛΟΥ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, της Άλκηστης Μισούλη