Η ΜΑΝΑ ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ, του Νίκου Ξένιου

Για την παράσταση Μάνα κουράγιο και τα παιδιά της, του Bertolt Brecht, σε μετάφραση Γιώργου Δεπάστα και σκηνοθεσία Νικίτα Μιλιβόγεβιτς, από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδoς. Του Νίκου Ξένιου
https://www.bookpress.gr/politismos/theatro-xoros/kratiko-theatro-voreiou-elladas-mana-kouragio
Άνοιξη του 1624, όταν η Σουηδία στρατολογεί κόσμο για τον πόλεμο κατά της Πολωνίας. Xαρακτηριστική μορφή γυρολόγισσας του 17ου αιώνα, η Άννα Φίρλινγκ, με τον αραμπά της και τα τρία παιδιά της περιφέρεται στα πεδία των μαχών της ρημαγμένης Ευρώπης στην περίοδο του 30ετούς πολέμου (1618-1648) και προμηθεύει τα αντίπαλα στρατόπεδα για να επιβιώσει, θεωρώντας, φυσικά, τον πόλεμο ευλογία. Χωρίς να παίρνει φανερά το μέρος κανενός παρεμποδίζει τη στρατολόγηση των γιων της. Η γυναίκα αυτή ξέρει τι παιγνίδι παίζεται και παρ' όλα αυτά ακολουθεί τον πόλεμο που οδηγεί στην καταστροφή, γιατί πιστεύει ότι θα της αποφέρει κέρδος. Όμως θα χάσει, το ένα μετά το άλλο, και τα τρία παιδιά της και θα μείνει ολομόναχη, να σέρνει τον κουρελιασμένο αραμπά της με τη σκισμένη σημαία και τις κρεμασμένες αρβύλες και τα μπουκάλια του μπράντι.
Ο Μπρεχτ προσφέρει «στο πιάτο» τις αντιφάσεις αυτής της προσωπικότητας, έτσι ώστε να προβληματίσει το κοινό του για τον βάρβαρο παραλογισμό που διέπει τον γερμανικό λαό στις παραμονές του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Γράφει το «Μάνα Κουράγιο» (Mutter Courage und ihre Kinder) το 1939, κατά τα χρόνια της εξορίας του στη Δανία, παρατηρώντας τον κόσμο από τη σκοπιά του ασήμαντου ανθρώπου και επιθυμώντας διακαώς να τον αλλάξει. Έτσι εξηγείται ο χαρακτήρας «φυλλαδίου» που έχει το συγκεκριμένο έργο, που συνοψίζει την ανθρώπινη υπαρξιακή συνθήκη σε μια τοιχογραφία όπου αναμειγνύονται σε ένα βαθμό ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, η λαϊκή σοφία, η βλασφημία και η ποιητική πρόθεση. Το έργο είναι εμπνευσμένο από δύο αφηγήσεις του γερμανού μυθιστοριογράφου Χανς Γιακόμπ Κριστόφελ φον Γκριμελσχάουζεν (1622-1676) που αναφέρονται στον Τριακονταετή Πόλεμο.
Καταπίεση, έξαρση των ευτελέστερων ενστίκτων επιβίωσης, υποκρισία και δαιμόνια εφευρετικότητα του κεντρικού χαρακτήρα, χιούμορ και μητριαρχικός αυταρχισμός, παράλληλα με βαθύτατο αίσθημα τραγικότητας στην απώλεια των παιδιών της, όλα σε ένα ρεσιτάλ ηθοποιίας της Λυδίας Φωτοπούλου. Η ερμηνεία των υπόλοιπων ηθοποιών, ισότιμη και με αίσθηση ομαδικότητας, πλαισιώνει το μικρό αλλά θαυματουργό δέμας της μεγάλης πρωταγωνίστριας. Η Εμμανουέλα Μαγκώνη στον ρόλο της βουβής κόρης τήρησε τις σωστές παύσεις και είχε αίσθηση του μέτρου στα «κρατήματά» της, ώστε να εξισορροπήσει σε μιαν οριακή αντίληψη του τραγικού. Ο Ορέστης Χαλκιάς στον ρόλο του Άιλιφ πολύ εκφραστικός, και το ίδιο ισχύει για τον Εμμανουήλ Κοντό στον ρόλο του Έμενταλ (Schweizerkas). Επιβλητική η Σοφία Καλεμκερίδου στον διπλό ρόλο του Μάγειρα και της Αγρότισσας, ο Γιώργος Κολοβός μάς μάγεψε στον ρόλο του Ιεροκήρυκα και ο Δημήτρης Μορφακίδης έδωσε μικρή ατομική παράσταση με χιούμορ και αυτοσαρκασμό στον ρόλο του Γέρου συνταγματάρχη. Στο έργο παρεμβάλλονται δώδεκα μελοποιημένα τραγούδια, αντίστοιχα στις δώδεκα σκηνές του. Η μουσική του Πάουλ Ντεσσάου δύσληπτη αλλά λειτουργική στον στόχο που υπηρετεί, ενός θεάτρου άκρως περιγραφικού, που παράγει την αποστασιοποίηση και τη θρυλική μεγέθυνση των ανθρώπινων μικροτήτων. Ο Νίκος Καπετάνιος και το μουσικό του σύνολο (Άρτεμις Βαβάτσικα, Ιωάννα Γανίτη, Κωνσταντίνος Ιωαννίδης, Ηρώ Μενέγου, Θεόφιλος Μπίκος, Ανδρέας Παπακώστας-Σμύρης, Βαλεντίνη Παπανικολάου και Πασχαλίνα Τσέρνου) στάθηκαν επάξια στον σκηνικό τους ρόλο, παίρνοντας ενεργό μέρος στη δράση.
Γερμανοί, Σουηδοί, Φιλανδοί, Πολωνοί, Τσέχοι και άλλοι λαοί εμπλέκονται στη δίνη του «θρησκευτικού» Τριακονταετούς Πολέμου με την ψευδαίσθηση πως μάχονται υπέρ πίστεως και πατρίδος, ενώ το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η επιβίωσή τους: ο Μπρεχτ αναπτύσσει τον μύθο του πολέμου ντύνοντας τα ταπεινά, ευτελισμένα πρόσωπα με τις ιδέες του για τον διαλεκτικό υλισμό και αναθέτοντας στον θεατή τον ρόλο του κριτή. Όλα τα πρόσωπα του έργου απομακρύνονται από τις αρχικές διαστάσεις τους και αποκτούν ανεξάρτητη ύπαρξη, συχνά αντίθετη προς το συγγραφικό του κίνητρο. Υφίστανται, με άλλα λόγια, την Αλλοτρίωση (Αποξένωση: Verfremdung) για την οποία μιλούν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στην Αλληλογραφία τους. «Τα μεγάλα εμπορικά αλισβερίσια στους πολέμους δεν γίνονται από τους μικρούς», λέει ο Μπρεχτ: «…ο πόλεμος μετατρέπει τις ανθρώπινες αρετές σε θανατηφόρες –ακόμη και για τους κατόχους τους– και για την καταπολέμηση του πολέμου καμία θυσία δεν είναι υπερβολικά μεγάλη». Όπως λέει ο Δημοσθένης Γεωργοβασίλης, «…το εμπόριο με όλες τις μορφές του διολισθαίνει και διαπερνά όλες τις κοινωνικές τάξεις, διέρχεται χωρίς διαβατήριο όλα τα εθνικά σύνορα, μεγαλύνει τον αμοραλισμό, ανυμνεί την κερδοσκοπία και αποτελεί τη μοναδική καύσιμη ύλη στις κρεατομηχανές του πολέμου». Κύριο γνώρισμα της Μάνας Κουράγιο είναι η απληστία, γνώρισμα, επίσης, ενός κόσμου όπου η γενιά των πατεράδων εκποιεί τις αξίες και την ποιότητα ζωής της γενιάς των παιδιών. Όπως είπε σε συνέντευξή της η Λυδία Φωτοπούλου, η Μάνα Κουράγιο «…είναι ένας χαρακτηριστικός ανθρώπινος τύπος. Έχει το στοιχείο της επιβίωσης, της ικανότητας να μπορεί να ελιχθεί σε οποιαδήποτε κατάσταση παρουσιαστεί μπροστά του (…) Όσο ο άνθρωπος συνεχίζει να είναι αυτό το «ζώο», μέσα σ’ αυτή τη ζούγκλα, που ο ίδιος φτιάχνει, η «Μάνα Κουράγιο» θα είναι εκεί, θα προσπαθεί να επιβιώσει, πολλές φορές πατώντας επί πτωμάτων. Δηλαδή δεν είναι ένας θετικός χαρακτήρας, που υπομένει και ανθίσταται. Αντίθετα, είναι ο τύπος του ανθρώπου που θα κάνει τα πάντα για να επιβιώσει, για να βρεθεί πάνω στη βάρκα, ενώ όλοι οι υπόλοιποι θα πνίγονται γύρω της. Αυτή επιβιώνει και τα παιδιά της πεθαίνουν δίπλα της. Επιβιώνει κλέβοντας τους ηττημένους. Είναι απόλυτα ενταγμένη στην κατάσταση της ζούγκλας. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει ούτε να κάνει κάτι άλλο, όσο δεν αλλάζει το περιβάλλον του».
Το έργο πρωτοανεβαίνει στο Schauspielhaus της Ζυρίχης, το 1941. Με την Τερέζα Γκίζε στον ρόλο, η αντίδραση του κοινού είναι τελείως διαφορετική απ’ την προσδοκώμενη: οι θεατές συγκινούνται μέχρι δακρύων από τα βάσανα μιας δύστυχης γυναίκας, που χάνει τα τρία της παιδιά, μα συνεχίζει ηρωικά τον γενναίο αγώνα της κι αρνείται να υποκύψει – την κατανοούν σαν ενσάρκωση των αιώνιων αρετών του απλού λαού. Ο Μπρεχτ εκνευρίζεται και ξαναγράφει το έργο, δίνοντας έμφαση στην εκποίηση των αισθημάτων και στην ευτέλεια του χαρακτήρα. Επιβλέπει δε αυτοπροσώπως τη βερολινέζικη παράσταση του 1949, όπου τον επώνυμο ρόλο υποδύεται η τότε σύζυγός του Έλενα Βάιγκελ, πιο κοντά στη γραμμή της πρόθεσης του συγγραφέα. Θρυλικό υπήρξε το ανέβασμα, το 1951, του έργου από τον Ζαν Βιλάρ, που επανέλαβε την παράσταση το 1959 και το 1960 στο φεστιβάλ της Αβινιόν. Το 2014 το έργο, με την ίδια μουσική, ανέβηκε από τον Κλάους Πεϊμάν στο Théâtre de la Ville του Παρισιού. Στην Ελλάδα έμειναν στην ιστορία του θεάτρου η Κατίνα Παξινού και η Δέσποινα Μπεμπεδέλη στην υπόδυση του συγκεκριμένου ρόλου. Η σκηνοθεσία του Κώστα Τσιάνου στο Εθνικό με την Αντιγόνη Βαλάκου ήταν κάπως διαφορετική. Η «Μάνα Κουράγιο» έχει ανέβει άλλη μια φορά στο ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία Θόδωρου Τερζόπουλου, το 1982, με τη Λίνα Λαμπράκη στον ομώνυμο ρόλο.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

"Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ" του Ιάκωβου Καμπανέλλη

Ο ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, των Λαχανά Μαρίας και Σύζινου Ερασμίας

Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΠΕΛΛΟΥ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, της Άλκηστης Μισούλη