Γιώργος Ιωάννου, Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Πεζογραφήματα, Κέδρος, Αθήνα 1987 (5η έκδ.), σ. 58-70

Πηγή: www.lifo.gr ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
Θ α προσπαθήσω ώστε η κατάθεσή μου αυτή για το διωγμό και την εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης επί γερμανικής κατοχής να είναι ξερή —ξερή και στεγνή— χωρίς ιστορικές και φιλολογικές επεκτάσεις ή αμφίβολα ακούσματα. Και όλα αυτά από σεβασμό προς το φριχτό μαρτύριό τους, που μόνο το πένθος και την άκρα σοβαρότητα εμπνέει. Δεν είναι, άλλωστε, πολλά, ούτε ιδιαιτέρως συνταραχτικά αυτά που έχω να πω εγώ για την υπόθεση, γιατί ήμουν τότε μικρό παιδί —φτωχός και περίκλειστος έφηβος— με βάσανα και προβλήματα, που τον κρατούσαν κιόλας σε απόσταση από τους άλλους. Πάντως, οι Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη ήταν τόσο πολλοί και τόσο μπλεγμένοι με τη ζωή μας, ώστε όσο κλειστός και αν ήσουν ήταν αδύνατο να μην υποπέσει στην αντίληψή σου η συμφορά, που τους είχε βρει. Αλλά και οι Εβραίοι σαν λαός ήταν ανέκαθεν πολύ κλειστοί και ιδιαίτερα αποτραβηγμένοι από μας, κι αυτή τη στάση εξακολούθησαν, δυστυχώς, να την κρατούν και όταν οι Γερμανοί άρχισαν να τους περισφίγγουν. Δεν ξέρω ακριβώς τους λόγους της απόστασης —αν και τους υποθέτω— αλλά νομίζω πως ήταν βαρύ σφάλμα τους αυτό. Θα είχαν σωθεί και άλλοι τους, πολύ περισσότεροι. Ο διωγμός, βέβαια, και η εξόντωση δεν επρόκειτο να αποτραπεί, αλλά θα σώζονταν και άλλοι, ιδίως νεότεροι. Υποθέτω πως η σατανικότητα και η αποφασιστική σκληρότητα των διωκτών έκανε τους Εβραίους να προτιμήσουν σιωπηλά την οδό του μαρτυρίου, που τη φαντάζονταν, βέβαια, φριχτή, μα με κάποιο λογικό τέρμα. Και γελάστηκαν οικτρά. Πηγή: www.lifo.gr
Είναι αλήθεια ότι ο ελληνικός λαός είχε από πάντοτε μια στάση αδιάφορης ανοχής απέναντι των Εβραίων. Ούτε τους αγαπούσε μα ούτε και τους μισούσε. Τους ψιλοκορόιδευε, βέβαια, πράγμα που το μαρτυρούν και τα διάφορα ανέκδοτα καθώς και οι χαρακτηρισμοί. Αλλά μίσος με κανέναν τρόπο δεν έτρεφε, εκτός φυσικά από μεμονωμένες περιπτώσεις προσωπικών διαφορών, άγριων εμπορικών ανταγωνισμών και αρπακτικών ενεργειών. Αλλά αυτά συμβαίνουν, και πολύ συχνά μάλιστα, και μεταξύ των ατόμων του ίδιου λαού. Υπήρχαν ακόμα και κάποιες οργανωμένες αντισημιτικές ομάδες, που όμως ήταν τόσο ασήμαντες, ώστε δεν κατόρθωσαν να παίξουν ολέθριο ρόλο ούτε και στη διάρκεια της κατοχής. Οι Εβραίοι, πάλι, ανταπέδιδαν την αδιαφορία με αδιαφορία ή με ψεύτικα χαμόγελα και ψευτοπεριποιήσεις, καθώς και διφορούμενες διπλωματικές φράσεις, που έμειναν θρυλικές. Και πιθανώς με ανέκδοτα, που ακόμα δεν ξεθάρρεψαν να μας τα πούνε. Πάντως, όσο κι αν η Θεσσαλονίκη είχε παντού Εβραίους, το κάτω τμήμα της, αυτό ιδίως το δυτικό, είχε τους πιο πολλούς, είτε ως υπαλλήλους είτε ως καταστηματάρχες είτε και ως οικογένειες. Ακριβώς σ’ αυτό το τμήμα τους γνώρισα καλύτερα και μέσα σ’ αυτό τους θυμάμαι. Από το 1941 κατοικούσαμε στο ψηλότερο πάτωμα ενός σπιτιού της οδού Ιουστινιανού, που είχε στην αρχή αριθμό 8 και μετά 14. Η οδός Ιουστινιανού είναι αυτή που αρχίζει απέναντι από την Αχειροποίητο και, διακοπτόμενη από την πλατεία Δικαστηρίων, φτάνει μέχρι το λεγόμενο «Καραβάν-Σαράι». Εμείς κατοικούσαμε στο τμήμα της Ιουστινιανού, που ορίζεται καθέτως από τη Χαλκέων και τη Βενιζέλου. Η περιοχή, όπως διαβάζω στα βιβλία, ονομαζόταν «Παλαιά Οβριακή», πράγμα που πιθανώς σημαίνει ότι εκεί κατοικούσαν παλαιοί Εβραίοι, αρχαίοι, ή βρισκόταν εκεί η παλαιότερη συνοικία των Εβραίων. Πηγή: www.lifo.gr
Και το 1941 κατοικούσαν στην «Παλιά Οβριακή» πολλοί Εβραίοι, που αποτελούσαν τουλάχιστο το ένα τρίτο των κατοίκων της γειτονιάς. Δεν φαίνονταν φτωχοί, μα ούτε και πλούσιοι. Καταστηματάρχες ίσως οι περισσότεροι, μικρών και μεσαίων καταστημάτων. Ζούσαν, όπως είπαμε, πολύ περιορισμένοι μέσα στα σπίτια τους, πολύ αφοσιωμένοι στις οικογένειές τους και απέφευγαν τις σχέσεις μαζί μας. Οι περισσότερες από αυτές τις οικογένειες είχαν μαζευτεί, όπως μάθαμε, σχεδόν μαζί με μας στην Παλιά Οβριακή. Μετακινήθηκαν από τις μεμονωμένες κατοικίες τους και έπιασαν σπίτια στο κέντρο, που προηγουμένως όλοι το απόφευγαν, γιατί βομβαρδιζόταν συχνότερα. Αυτό το έκαναν γιατί προφανώς πίστευαν ότι στο κέντρο της πόλης, στη βιτρίνα της, θα ήταν πιο προφυλαγμένοι από τις αυθαιρεσίες ενός κατακτητή, που δεν έκρυβε το μίσος του γι' αυτούς. Στο δικό μας σπίτι, Ιουστινιανού 8, κατοικούσαν δύο οικογένειες Εβραίων στο δεύτερο πάτωμα, που το κρατούσαν από κοινού. Είχαν έρθει λίγο πριν από μας. Ήταν δύο ζευγάρια και είχαν τρία παιδιά. Πηγή: www.lifo.gr
Ένα κοκκινομάλλικο κορίτσι με πρέκνες στο πρόσωπο δεκατέσσερα με δεκαπέντε χρονώ, ένα παλικαράκι δεκαεφτά με δεκαοχτώ και ένα μικρό αγόρι τρία με τέσσερα χρονώ, που το έλεγαν Ίνο. Τα δυο μεγάλα πήγαιναν σε κάποιο σχολείο, αλλά μάλλον σε κάποιο ξένο, στο γαλλικό ίσως. Δε θυμάμαι ονόματα άλλα, παρά μόνον ένα επίθετο. Ο ένας τους ελέγετο «Σιντώ». «Μαντάμ Σιντώ», λέγαμε τη μία κυρία, η οποία συχνά στις σκάλες μιλούσε στα γαλλικά με την επίσης γαλλομαθή νοικοκυρά μας, Ασημώ Κορμπάνογλου, από τα μέρη της Ανατολικής Ρωμυλίας. Πάντως, με τις δυσκολίες που είχαμε όλοι μας και με τις φοβερές δυσκολίες, που αντιμετώπιζαν οι Εβραίοι, δεν είχαμε παρά ελάχιστα γνωριστεί. Άλλωστε, εγώ ήμουν μικρό παιδί και δεν μπορούσα να αναπτύξω μόνος μου σχέσεις. Μια φορά πήγα μαζί με τον κύριο Σιντώ για κάποια δουλειά στο μαγαζί του, που βρισκόταν πίσω από την αγορά Μοδιάνο, στην Κομνηνών. Δεν ξέρω τί μαγαζί ήταν, γιατί, όπως όλα τα μαγαζιά της εποχής, δεν είχε εμπορεύματα. Πηγή: www.lifo.gr
Κάτω από το σπίτι της Ιουστινιανού υπήρχαν δύο μαγαζιά. Το ένα φούρνος και το άλλο καφεκοπτήριο. Το καφεκοπτήριο το είχε ο Εβραίος Αζούς. Το μαγαζί, που δεν πουλούσε, βέβαια, τότε καφέ αληθινό, αλλά από ρεβίθι, κριθάρι ή σιτάρι, το γύριζε ό πατέρας με τα δυο του παλικάρια. Ήταν ωραίοι άνθρωποι αυτοί, με ωραία σωματική διάπλαση και κάτι μεγάλα εκφραστικά μάτια σαν Αρμένηδες. Οι δυο νεαροί, μάλιστα, ήταν παλαιστές ή πυγμάχοι κι αυτό φαινόταν αμέσως στο φκιάσιμό τους. Δεν ξέρω πού κατοικούσαν οι Αζούς, αλλά τον περισσότερο χρόνο βρίσκονταν στο μαγαζί ή στο πεζοδρόμιο, έξω από το μαγαζί τους. Άλλωστε, και οι άλλοι μαγαζάτορες συνήθως στο πεζοδρόμιο βρίσκονταν, καθώς το τμήμα αυτό της Ιουστινιανού είχε —και έχει— πολλά καταστήματα επίπλων, που τα έβγαζαν από το πρωί στο πεζοδρόμιο. Έπιπλα, παρ’ όλη την πείνα, πουλιόντουσαν και τότε. Τα αγόραζαν, κυρίως, οι μαυραγορίτες, οι Γερμανοί και οι χωρικοί. Πολλά από τα μαγαζιά αυτά ανήκαν σε Εβραίους. Στα άλλα σπίτια, ιδίως στην οδό Σιατίστης, κατοικούσαν πολύ περισσότεροι Εβραίοι, κι αυτό φάνηκε, όταν μετά το μάζεμά τους, τα σπίτια αυτά ερήμωσαν. Και θαρρώ πως έμειναν και χωρίς νοικοκυραίους, καθώς οι ιδιοκτήτες τους έλαβαν την άγουσα προς τα στρατόπεδα. Το τμήμα της Ιουστινιανού από τη Χαλκέων ώς τη Βενιζέλου σχηματίζει, μαζί με την κάθετο σ' αυτό οδό Σιατίστης, ένα Ταυ, που εάν φρουρήσεις τις τρεις εξόδους του —Χαλκέων, Βενιζέλου και Φιλίππου— ελέγχεις όλη τη γειτονιά. Αυτό ακριβώς έκαναν και οι Γερμανοί. Όταν ήρθε το φριχτό πλήρωμα του χρόνου, την άνοιξη του 1943, και αποφάσισαν να κινήσουν το διωγμό, που με τόση επιμέλεια είχαν όλο αυτό το διάστημα προετοιμάσει, ένα από τα προσωρινά γκέτο που δημιούργησαν ήταν και αυτό το Ταυ των οδών Ιουστινιανού και Σιατίστης. Πηγή: www.lifo.gr

Σχόλια

  1. Διαβάζω στη lifo: "Υπάρχουν τόποι που βλέπουν στη θάλασσα, όμως έχουν μια ηπειρωτική καρδιά, γιατί είναι ουσιαστικά στραμμένοι προς τα μέσα. Πόσο δίκιο έχει ο ποιητής Γιώργος Θέμελης γράφοντας για μια πολιτεία «μεταφυσική, ανυπόστατη»! Από τη μία, η βαρύθυμη ύλη της που θυμίζει κάποιες κρυφές, πνιγμένες στην υγρασία αυλές σε ορισμένα στενά της Άνω Πόλης. Από την άλλη, η υαλώδης αχλή του Θερμαϊκού που συντηρεί μια αίσθηση εξωπραγματικού. Αυτή η διφυής αλήθεια σώζει, νομίζω, τη Θεσσαλονίκη από τους πειρασμούς της. Από το να γίνει ένα διαρκές παράπονο για όσα της στέρησε η πολιτική και η Ιστορία ή από το να βολευτεί στον ρόλο μιας λίγο συντηρητικής, μα υπερβολικά αισθηματικής συμπρωτεύουσας. Ας μην υποτιμούμε τις ειδωλολατρικές, ηδονιστικές λάμψεις της πόλης και το πώς από τη μία επιβεβαιώνει και από την άλλη διαψεύδει το κυρίαρχο ύφος της. Τα παιχνίδια της ανάμεσα στο ευσεβές και στο βέβηλο. Το να περπατείς και να βουλιάζεις, όπως γράφει ο Θέμελης, είναι ένας τρόπος της Θεσσαλονίκης. Ο τρόπος που ονειρεύεται, κουβαλώντας τις πολλές κληρονομιές της. Η συγκατοίκηση της μαυρίλας και της ελπίδας στην ίδια την εμπειρία που προσφέρει στον διαβάτη της – όχι όμως και στον περιστασιακό προσκυνητή και επισκέπτη της. Τα παιχνίδια της ανάμεσα στο ευσεβές και στο βέβηλο. Οι άνθρωποι βλέπουν μέσα τους, λέει ο ποιητής. Η θάλασσα γνέφει προς τα υψώματα της πόλης, τα Κάστρα επιμελούνται τη συνομιλία τους με τον Όλυμπο και την Πιερία. Το λιμάνι στην άκρη είναι ένα στεριανό πράγμα δίχως τη ζωή των πραγματικών λιμανιών. Εδώ ότι έχουν μεγάλο ενδιαφέρον η κοινωνική ρυμοτομία και τα εσωτερικά σύνορα της πόλης. Έχουν σημασία οι νεανικές και οι ενήλικες και οι γεροντικές της διαστρωματώσεις και επιμειξίες. Και έχουν πάντα νόημα τα ερωτήματα που βάζουμε για τον σκοπό και τις πιθανές διεξόδους της πόλης, για την εξωστρέφεια και την πορεία της στο μέλλον. Αλλά χωρίς τη μεταφυσική της διάσταση, χωρίς το ποιητικό της σώμα, χωρίς τις παλινωδίες που τη στοιχειώνουν, η Θεσσαλονίκη μοιάζει ημιτελής.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

"Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ" του Ιάκωβου Καμπανέλλη

Ο ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, των Λαχανά Μαρίας και Σύζινου Ερασμίας

Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΠΕΛΛΟΥ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, της Άλκηστης Μισούλη