ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Το 1988, δεκαπέντε παλαιοχριστιανικοί και βυζαντινοί ναοί ποικίλων αρχιτεκτονικών τύπων και τα τείχη, χαρακτηρίστηκαν από την UNESCO ως Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Mε αυτά τα μνημεία η Θεσσαλονίκη αποτελεί ένα ζωντανό και ανοιχτό μουσείο της εξέλιξης της βυζαντινής τέχνης και αρχιτεκτονικής από την εμφάνιση της χριστιανικής θρησκείας έως σήμερα.
Καθόλη τη διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας η Θεσσαλονίκη υπήρξε η δεύτερη πόλη σε πληθυσμό, δυναμισμό και κύρος μετά την Κωνσταντινούπολη, με πρωταρχική οικονομική, πολιτική, στρατιωτική και πολιτισμική σημασία για το Βυζάντιο. Από τον μνημειακό πλούτο αυτής της εποχής σώθηκαν αρκετά μνημεία που δίνουν στη Θεσσαλονίκη το προσωνύμιο βυζαντινή μητρόπολη και “συμβασιλεύουσα”.
Στο σκεπτικό της για τα προστατευόμενα μνημεία της Θεσσαλονίκης η UNESCO υπογραμμίζει ότι “Η Θεσσαλονίκη, η δεύτερη σημαντικότερη πόλη της Ελλάδας, αποτέλεσε ένα από τα πρώτα κέντρα εξάπλωσης του χριστιανισμού. Τα χριστιανικά μνημεία της χτίστηκαν από τον 4ο ως τον 15ο αιώνα και συνιστούν μια διαχρονική τυπολογική σειρά, η οποία επηρέασε σημαντικά τον βυζαντινό κόσμο. Τα ψηφιδωτά της Ροτόντας, του Αγίου Δημητρίου και της Μονής Λατόμου (Οσίου Δαβίδ) συγκαταλέγονται μεταξύ των σπουδαιότερων αριστουργημάτων της πρώιμης χριστιανικής τέχνης».
Η υπογραφή ανοχής της χριστιανικής θρησκείας το 311 μ.Χ. από τον Ρωμαίο συνάρχοντα Γαλέριο στη Θεσσαλονίκη, και ιδιαίτερα η επίσημη αναγνώρισή της με το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ., άνοιξαν μια κοσμοϊστορική εποχή για τον άνθρωπο και τον πολιτισμό, την παλαιοχριστιανική περίοδο, που τονίζει τον θρίαμβο του νέου θεού. Από τον 4ο έως και το 6ο αιώνα χτίζονται στη Θεσσαλονίκη πολλές μεγάλες εκκλησίες, δρομικές και πολύκλιτες, οι λεγόμενες βασιλικές, που κοσμούνται με φωτεινά ψηφιδωτά και πολύχρωμα μαρμαροθετήματα. Από αυτήν την περίοδο σώζονται στην πόλη τέσσερα μνημεία, που αποτελούν μοναδικά δείγματα αυτής της περιόδου για τη σύνολη ιστορία του χριστιανικού κόσμου.
Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου κάηκε στην πυρκαγιά του 1917 και η αναστήλωσή της ολοκληρώθηκε το 1948.
Το σημαντικότερο μνημείο αυτής της εποχής είναι η εκκλησία του πολιούχου αγίου της Θεσσαλονίκης, η οποία χτίστηκε πάνω σε ερείπια δημόσιου ρωμαϊκού λουτρού, όπου κατά την παράδοση μαρτύρησε με λογχισμό ο Άγιος Δημήτριος το 303 μ.Χ. Αρχικά, στις αρχές του 4ο αιώνα, ανεγέρθηκε ένας «ευκτήριος οίκος», ένα μικρό κτίσμα μέσα στην κρύπτη, όπου κατά την παράδοση θανατώθηκε ο Άγιος. Τον 5ο αιώνα, πάνω στον «ευκτήριο οίκο», χτίστηκε από τον έπαρχο του Ιλλυρικού Λεόντιο μεγάλη τρίκλιτη βασιλική που κάηκε στο σεισμό του 620. Μετά την πυρκαγιά ξαναχτίστηκε, πεντάκλιτη τώρα, αλλά και αυτή είχε την ίδια τύχη στη μεγάλη πυρκαγιά του 1917. Αναστηλώθηκε στη σημερινή της μορφή, μετά από πολύχρονες αναστηλωτικές εργασίες, με πρωτεργάτη τον αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχο και αποδόθηκε στη λατρεία το 1948.
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου είναι μια πινακοθήκη της βυζαντινής αρχιτεκτονικής και τέχνης πέντε αιώνων, ιδιαίτερα του ψηφιδωτού. Παρά την καταστροφική πυρκαγιά, σώθηκαν πολλά κιονόκρανα και ψηφιδωτά και ελάχιστες τοιχογραφίες, που χρονολογούνται από τον 5ο ως τον 9ο αιώνα.
Δυτικά, στην αρχή του κεντρικού κλίτους, σώζεται υπερυψωμένα μέσα στον τοίχο ο τάφος του Λουκά Σπαντούνη, πλούσιου άρχοντα της Θεσσαλονίκης, που θάφτηκε στην εκκλησία στα 1481, στον πρώτο αιώνα της οθωμανικής κατοχής της πόλης και λίγα χρόνια πριν μετατραπεί η εκκλησία σε τζαμί, με το όνομα Κασιμιέ τζαμί, το 1493.
Στο δυτικό τοίχο βρίσκονται τα ψηφιδωτά του 5ου αιώνα με τον Άγιο Δημήτριο σε στάση δέησης και τον άγγελο που σαλπίζει. Στο ΝΑ πεσσό, κοντά στο Άγιο Βήμα, εικονίζεται από τη μια πλευρά ο Άγιος Δημήτριος ανάμεσα σε έναν επίσκοπο κι έναν έπαρχο. Η επιγραφή της παράστασης με τα τρία πρόσωπα αναφέρεται στην πολιορκία της πόλης από τους Σλάβους στις αρχές του 7ου αιώνα και στη σωτηρία της που αποδόθηκε στον πολιούχο. Άλλος ψηφιδωτός πίνακας, στην ανατολική πλευρά του πεσσού, εικονίζει τον Άγιο Δημήτριο με έναν διάκονο. Τα δύο ψηφιδωτά φιλοτεχνήθηκαν τον 7ο αιώνα. Στην τρίτη πλευρά του ίδιου πεσσού εικονίζεται ο Άγιος Σέργιος σε στάση δέησης. Στο ΒΑ πεσσό σώθηκαν άλλα τρία ψηφιδωτά με παραστάσεις του Δημητρίου με δύο παιδιά, ενός αγίου δεόμενου και της Παναγίας με τον Άγιο Θεόδωρο.
Από την πλούσια τοιχογράφηση του ναού έχουν σωθεί μόνο δύο σημαντικές παραστάσεις. Στο νότιο τοίχο διατηρούνται ίχνη της «ιστορικής» τοιχογραφίας που εικονίζει μέσα στο πλήθος τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ με την ακολουθία του. Χρονολογείται στις αρχές του 8ου αιώνα. Η άλλη, στον πρώτο δυτικό πεσσό, εικονίζει τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Γρηγόριο Παλαμά με τον αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό που έγινε μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ.
Το σκήνωμα του Αγίου φυλασσόταν σε κιβώριο (μαρμάρινο ταφικό κτίσμα με τρούλο που τον στήριζαν κίονες) στο κέντρο του ναού. Από την εκκλησία το αφαίρεσαν οι Νορμανδοί κατά την άλωση της πόλης το 1185 και βρέθηκε τελικά στο μοναστήρι του Σαν Λορέντζο ιν Κάμπο στη Βόρεια Ιταλία. Η κάρα και μέρος των λειψάνων του Αγίου επιστράφηκαν το 1978 στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και τοποθετήθηκαν σε αργυρή λειψανοθήκη στο βόρειο κλίτος κάτω από ομοίωμα του παλιού κιβωρίου, έργο του γλυπτικού οίκου Φιλιππότη από την Τήνο.
Η κρύπτη κάτω από το άγιο βήμα του ναού, αποτελεί τον πυρήνα της πολύχρονης λατρείας του Αγίου Δημητρίου όπου, κατά την παράδοση, στις μικρές δεξαμενές έτρεχε το «μύρο» του που προσφερόταν στους πιστούς σε μικρά πήλινα δοχεία. Ο μικρός «οικίσκος» με τη διάτρητη κόγχη χτίστηκε στο θεωρούμενο χώρο του μαρτυρίου του Αγίου. Το ιερότερο όμως τμήμα της κρύπτης θεωρείται η ημικυκλική δεξαμενή αγιάσματος με τις μαρμάρινες κολόνες, που ήταν το κέντρο της μυροβλησίας του αγίου.
Στην κρύπτη λειτουργεί μουσειακή έκθεση με αντικείμενα από τις διάφορες φάσεις της ιστορίας του ναού. Ανάμεσά τους βρίσκονται τμήματα του μαρμάρινου κιβωρίου που περιέκλειε τη λάρνακα του Αγίου Δημητρίου και μαρμάρινα θωράκια του 6ου και 7ου αιώνα της παλιάς εκκλησίας.
Στο παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου, μια μικρή τρίκλιτη βασιλική, που είναι ενσωματωμένη στη ΝΑ πλευρά του ναού του Αγίου Δημητρίου, διατηρούνται θαυμάσια δείγματα της ζωγραφικής του 14ου αιώνα. Αλλά για το σπουδαίο αυτό και τον μεγάλο ζωγράφο Μανουήλ Πανσέληνο θα γράψουμε περιισότερα στη 2η ενότητα της σειράς για τα βυζαντινα μννημεία της UNESCO.
Λαμπρά ψηφιδωτά της παλαιοχριστιανικής εποχής διασώθηκαν στη Ροτόντα, ένα τεράστιο κυκλικό κτίσμα, που ανεγέρθηκε γύρω στα 306 μ.Χ. από το Ρωμαίο συναυτοκράτορα Γαλέριο ως ναός των Καβείρων ή του Δία στο γαλεριανό ανάκτορο και κατ’ άλλους επιστήμονες ως μαυσωλείο του Ρωμαίου άρχοντα. Είναι ένα από τα καλύτερα μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς στη Θεσσαλονίκη, καθώς υπήρξε στην πορεία των αιώνων κεντρικός ναός των τριών μεγάλων θρησκειών, του αρχαίου Δωδεκάθεου, του Χριστιανισμού και του Μωαμεθανισμού!
Το εσωτερικό του μνημείου εντυπωσιάζει με τη μεγαλειώδη αίσθηση που δίνει ο μεγάλος χώρος, με διάμετρο 25 μέτρων και ύψος 30 μέτρων, και με τον τεράστιο τρούλο, ο οποίος φαίνεται σαν μετέωρος από το άπλετο φως που χύνεται από τα πολλά παράθυρα.
Η Ροτόντα στα χρόνια του βυζαντινού αυτοκράτορα Θεοδόσιου (379-395 μ.Χ.) μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό και διακοσμήθηκε με τα περίφημα ψηφιδωτά. Από τις τρεις αρχικές ζώνες της ψηφιδωτής διακόσμησης σώζεται σε καλή κατάσταση μόνο η τρίτη και κατώτερη ζώνη όπου εικονίζονται μάρτυρες και άγιοι σε στάση δέησης μπροστά από φανταστικά σύνθετα αρχιτεκτονήματα. Είναι η περίφημος «ζωφόρος» των πρώτων μαρτύρων της χριστιανοσύνης που χαρακτηρίζεται για τη ζωντάνια των μορφών της και τη μεγαλοπρεπή απόδοση. Ανάμεσα στους μάρτυρες διακρίνονται ξεχασμένα σήμερα ονόματα αγίων: Ρωμανός, Κύριλλος, Λέων, Ονησιφόρος, Ευκαρπίων, Πορφύριος, Φιλήμων, Βασιλίσκος, Πρίσκος και Θερινός.
Η μικρή εκκλησία της μονής Λατόμου, στην Άνω Πόλη, γνωστή με το νεότερο όνομα του Οσίου Δαβίδ, «φιλοξενεί» στην κόγχη του ιερού ένα λαμπρό ψηφιδωτό, το «Όραμα του Ιεζεκιήλ, που συμβολίζει το μεγαλείο του Θεού. Είναι ένα από τα σημαντικότερα παλαιοχριστιανικά μνημεία της Θεσσαλονίκης και γενικότερα των πρώτων χριστιανικών αιώνων.
Το ψηφιδωτό, που χρονολογείται στα τέλη του 5ου με αρχές του 6ου αιώνα, εικονίζει τον Χριστό μέσα σε δόξα, ενώ γύρω του παριστάνονται τα τέσσερα σύμβολα των Ευαγγελιστών (άγγελος, αετός, λιοντάρι και μοσχάρι). Αριστερά και δεξιά οι έκθαμβοι προφήτες Ιεζεκιήλ και Αββακούμ, ενώ στο κάτω μέρος ρέει ο ποταμός Χοβάρ. Το ψηφιδωτό αριστούργημα αποκαλύφθηκε το 1921, όταν εκκλησία αποδόθηκε ξανά στη χριστιανική λατρεία. Η παράσταση σώθηκε χάρη στο δέρμα βοδιού με το οποίο ήταν καλυμμένη, που σύμφωνα με την παράδοση είχε τοποθετηθεί όταν μετατράπηκε σε τζαμί. Τα τελευταία χρόνια αποκαλύφθηκαν στο βόρειο τοίχο εξαιρετικής τέχνης τοιχογραφίες που χρονολογούνται τον 12ο αιώνα.
Η Αχειροποίητος είναι η μοναδική παλαιοχριστιανική βασιλική της Θεσσαλονίκης, αλλά και της ανατολικής Μεσογείου, που σώζεται ως σήμερα ακέραια και στην ίδια μορφή όπως πρωτοχτίστηκε. Η εκκλησία, μια τρίκλιτη βασιλική με ξύλινη στέγη, χρονολογείται στα μέσα του 5ου αιώνα. Μικρό τμήμα με ψηφιδωτό δάπεδο, χαμηλότερο από την πλακόστρωση της εκκλησίας, ανήκει σε ρωμαϊκό συγκρότημα λουτρών πάνω στο οποίο χτίστηκε η παλαιοχριστιανική βασιλική. Ο χωρισμός της εκκλησίας σε τρία μεγάλα κλίτη δίνουν το αίσθημα της μεγαλοπρέπειας, του εντυπωσιασμού και του δέους. Οι μαρμάρινοι κίονες φερμένοι από την Προποντίδα έχουν κιονόκρανα με φυτική διακόσμηση, γνωστή ως «πριονωτή άκανθα».
Από τα ψηφιδωτά της Παναγίας Αχειροποιήτου, που κάλυπταν τους τοίχους, σώθηκαν μόνο οι εσωτερικές επιφάνειες των τόξων που σχηματίζουν οι κιονοστοιχίες. Τα θέματά τους είναι διακοσμητικά και φυτικά που συνδυάζονται με χριστιανικά σύμβολα. Τα ψηφιδωτά της Αχειροποιήτου, του ναού του Αγίου Δημητρίου και της Ροτόντας βεβαιώνουν την ύπαρξη σημαντικών καλλιτεχνικών εργαστηρίων τον 5ο αιώνα στη Θεσσαλονίκη που άφησαν έργο με υψηλή αισθητική και τεχνική.
Σε τοιχογραφίες, στο νότιο τοίχο του ναού, σώθηκαν δεκαοχτώ μορφές από τους Αγίους Τεσσαράκοντα, που χρονολογούνται γύρω στα 1220, εποχή που τελειώνει η Φραγκοκρατία στη Θεσσαλονίκη. Η μεγάλη αυτή παλαιοχριστιανική βασιλική ήταν η πρώτη εκκλησία της πόλης που μετατράπηκε σε τζαμί, μαρτυρία που χαράχτηκε ανεξίτηλα σε κίονα με ανάγλυφη αραβική γραφή: «Ο σουλτάνος Μουράτ πήρε τη Θεσσαλονίκη το 1430». Η Αχειροποίητος ύστερα από πεντακόσια χρόνια, κι αφού στέγασε στη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου πολέμου οικογένειες προσφύγων και το πρώτο βυζαντινό μουσείο της πόλης, ξαναδόθηκε το 1930 στη χριστιανική λατρεία.
Οι φωτογραφίες των μνημείων (εκτός των ψηφιδωτών) είναι του Γιάννη Ζαρζώνη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου